24 Οκτ 2007

7

Μαύρος ήταν, μαύρα βαστά(1), μαύρον καβαλλικεύει(2),
κι όπου πατήσει ο μαύρος του, πηγάδια φανερώνει.
Πηγάδια συρτοπήγαδα(3), σ’ αυλές του μαρμαρένιες,
κι όλες οι βάγιες(4) τ’ αφεντικού παίρνουν νερό, γεμίζουν.
Μον’ μια βάγια τ' αφεντιού μας δεν παίρνει, δεν γεμίζει.
- Βάγια μ’ για δεν παίρνεις το νερό, βάγια, για δεν γεμίζεις;
- Δεν ήρθα γω για το νερό, ουδέ για να γεμίσω,
εγώ ήρθα στον αφέντη μας να ιδώ για πως δοξεύει(5)
δοξεύει αλάφια στο βουνό και πέρδικες στον κάμπο,
δοξεύει και μια λιανούτσικη(6)μέσα σε περιβόλι.

Ερμηνευτικά
1. βαστώ: φορώ συνέχεια, για πολύ καιρό.
2. καβαλλικεύω: ιππεύω.
3. συρτοπήγαδα: πηγάδια που έχουν τροχαλίες ή μαγγάνια (βαρούλκα) για να βγάζουν το νερό.
4. βάγια: η παραμάνα, η υπηρέτρια, γυναίκες που ήταν στην εξουσία του αφέντη, οι γυναίκες των υπηκόων.
5. δοξεύει: τοξεύει, ρίχνει βέλη.
6. λιανούτσικη: λεπτοκαμωμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: