5 Μαρ 2007

Η ζωή στα χωριά αυτά.

Από διηγήσεις περισσότερο, αλλά και από βιβλιογραφία παλαιότερων συγγραφέων – λαογράφων, ο πατέρας μου μάζεψε διάφορα στοιχεία από την ζωή στο Μεγάλο Μοναστήρι. Παρακάτω υπάρχουν κάποια τμήματα, όπου περιγράφεται μια μικρή ιστορική αναδρομή, η οργάνωση και η διοίκηση της κοινωνίας τους. Ανάλογη βέβαια πρέπει να ήταν και των υπόλοιπων χωριών.

« Η περιοχή αυτή ονομαζόταν Μηλεώνες και αργότερα Παρορία (κοντά στα σύνορα). Και πράγματι με τη συνθήκη του 1344 μεταξύ της δυναστείας των Παλαιολόγων και του τσάρου των Βουλγάρων Αλεξάνδρου, τα σύνορα είχαν οριστεί στη Διάμπολη, 30 χιλιόμετρα βορεινά του Μεγ. Μοναστηριού.
Από σύγχρονες πηγές είναι γνωστό ότι η ακραία βόρεια περιοχή, από τις αρχές του 14ου αιώνα, όταν βασίλευε ο Ανδρόνικος ο πρεσβύτερος είχε γίνει κέντρο ησυχαζόντων μοναχών. Είχαν σκήτες, κελλιά, κοινόβια και μοναστήρια (λάβρας) επάνω και γύρω σ’ ένα χωρίς όνομα βουνό, στην θέση Μεσομήλειο (στη μέση των Μηλεώνων). Μεταξύ των μοναστηριών αναφέρεται και η Κατακεκρυωμένη στην οποία εμόνασε ο περιώνυμος ησυχαστής και δάσκαλος Γρηγόριος Σιναΐτης, του οποίου τη βιογραφία έγραψε ο μαθητής του και κατόπιν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος (+1364). Ο Γρηγόριος καταγότανε από πλούσια αρχοντική οικογένεια. Έγινε μοναχός στο όρος Σινά. Από το Σινά μετέβη στην Παρορία μέσω της Σωζοπόλεως. Με μαθητές του έκτισε πάνω στο βουνό δικό του μοναστήρι, το οποίο όμως σε λίγο καιρό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει από επιδρομές ληστών και άλλων κακοποιών και να ξαναγυρίσει με τους μαθητές του στην Κωνσταντινούπολη.
Αργότερα όμως άλλαξε γνώμη και ξαναγύρισε στην Παρορία μέχρι τον θάνατό του. Με την θεοσέβειά του και την διδασκαλία του συγκέντρωσε πλήθος μαθητών, Έλληνες, Σέρβους, Βούλγαρους. Τότε, με τη μεσιτεία των Βουλγάρων μαθητών του, ο ορθόδοξος και ευσεβής τσάρος Ιβάν-Αλέξανδρος, βοήθησε τα μοναστήρια και έκτισε πύργο επάνω στο βουνό για άμυνα των μοναχών κατά των κακοποιών και δώρισε πολλά κτήματα για την συντήρηση των μοναστηριών.
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Γρηγορίου, αυτά τα ελληνικά μοναστήρια καταστράφηκαν από τους Τούρκους που προχωρούσαν τότε στην Βαλκανική. Οι τοποθεσίες αυτές των μοναστηριών, δεν είναι ακριβώς γνωστές, πάντως πρέπει να αναζητηθούν πάνω στο βουνό, στις νότιες πλαγιές του οποίου βρίσκονται το Μεγάλο και Μικρό Μοναστήρι, των οποίων τα ονόματα είναι ανάμνηση των μοναστηριών.
Το χωριό ήταν χτισμένο στις Νότιες πλευρές του βουνού. Το βουνό είχε τρεις κορυφές. Η μεσαία κορυφή ήταν η ψηλότερη, έφτανε τα 600 μέτρα. Στη κορυφή ήταν ένα πλάτωμα, σαν οροπέδιο και σ’ αυτό υπήρχαν ερείπια τειχών, τα οποία μαρτυρούσαν ότι κάποτε υπήρχε φρούριο, ίσως της βυζαντινής εποχής, ίσως και αρχαιότερης αφού εκεί βρέθηκαν αρχαία νομίσματα. Οι Τούρκοι ονόμασαν την κορυφή «Καλέ-μπαϊρ», βουνό του φρουρίου.
Το χωριό είχε μια εκκλησία αφιερωμένη στην «Κοίμηση της Θεοτόκου». Υπήρχαν ερείπια και από άλλες τρεις εκκλησίες, σώζονταν μόνο τα τείχη. Η εκκλησία ξαναχτίστηκε πάνω στα ερείπια προηγούμενης το 1893. Όπως γράφει ο τσέχος ιστοριογράφος Jirecek το βιβλίο του «Οδοιπορικό της Βουλγαρίας» μετάφραση στην βουλγαρική από τον Αργύρωφ, η παλιά εκκλησία ήταν χωμένη μέσα στην γη μέχρι τα μισά της και σκοτεινή. Οι τοίχοι της παλιάς ήταν ογκώδεις και μάλιστα με βυζαντινή λιθοδομία. Στο βόρειο τοίχο, στο κάτω μέρος, υπήρχαν θεμέλια, ακόμη πιο παλιάς, μεσαιωνικής. Την εκκλησία υπηρετούσαν, συνήθως τρεις ιερείς.»
Η καλλιεργήσιμη γη έφθανε τις 43.000 στρέμματα, ενώ η συνολική περιοχή (μαζί με τα δάση) έφθανε τις 129.000 στρέμματα. Το μεγάλο μέγεθος των εκτάσεων που κατείχε πρέπει να οφείλεται στο ότι οι εναπομείναντες κάτοικοι (από τις καταστροφές των Τούρκων) έγιναν κύριοι όλων των μοναστηριακών κτημάτων.
Το χωριό στα νεότερα χρόνια αποτελούσε δήμο και τη διοίκηση ασκούσε ο δήμαρχος με δωδεκαμελές Δημοτικό Συμβούλιο. Οι αιώνες δουλείας είχαν συσσωρεύσει πείρα στους δημοτικούς άρχοντες. Από ιστορική αναγκαιότητα ο δήμαρχος ήταν περιβεβλημένος με ευρύτερη εξουσία. Συνέτασσε φορολογικούς καταλόγους, εισέπραττε τους φόρους, επρότεινε τον διορισμό αγροφυλάκων, δασοφυλάκων και νυχτοφυλάκων. Έλυε τις μικροδιαφορές μεταξύ των κατοίκων, επέβαλε πρόστιμα για τυχόν παραβάσεις. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας προσλάμβανε δάσκαλους. Όριζε την προσωπική εργασία και φρόντιζε για την εκτέλεση κοινωφελών έργων και άλλα.
Το δημοτικό συμβούλιο συνεδρίαζε τακτικότατα, όμως κυρίαρχο σώμα ήταν η γενική συνέλευση των κατοίκων. Ο δήμαρχος καλούσε σε γενική συνέλευση τους χωριανούς για να πάρουν αποφάσεις. Ποιους θα διορίσουν – κάθε χρόνο – αγροφύλακες, δασοφύλακες, νυχτοφύλακες, αμπελοφύλακες, γελαδαραίους, βοϊδάδες, βοσκούς για τα μοσχάρια και τα πρόβατα και άλλες υπηρεσίες. Έπρεπε με γενική συνέλευση ν’ αποφασίσουν που θα καλλιεργήσουν σιτάρια και που ανοιξιάτικα. Με συνέλευση έπρεπε να αποφασίσουν το μέρος που θα κόψουν ξύλα για το δάσος. Πότε θ’ αρχίσει ο τρύγος, πότε θα φέρουν τα δεμάτια γι’ αλωνισμό. Όλα γίνονταν με τάξη και με κοινή απόφαση. Καλό το ότι άρχιζαν οι ίδιες αγροτικές εργασίες όλες μαζί. Για αρκετά χρόνια, σχεδόν μέχρι το 1940, έτσι γινόταν και στο Ν. Μοναστήρι.
Την γραφική υπηρεσία εκτελούσε ο γραμματέας του δήμου που ήταν γραμματέας – εισπράκτορας, μόνιμος δημόσιος υπάλληλος που διορίζονταν ύστερα από γραπτή εξέταση. Επίσης υπήρχε και βοηθός γραμματέα και κλητήρας.
Για την εκπαίδευση τώρα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δίδασκαν ανάγνωση, γραφή και θρησκευτικά γράμματα από το Ψαλτήρι, τον Οκτώηχο, τον Απόστολο, οι Ιερείς και Ιεροψάλτης. Τον δάσκαλο τον συμφωνούσαν οι πατεράδες με σιτάρι, μαζευόντουσαν σε ένα σπίτι 10 – 15 παιδιά (αγόρια) και μάθαιναν όλα τα παραπάνω.
Πρώτοι οι Καρυώτες και Καβακλιώτες ίδρυσαν κοινοτικό σχολείο περί το 1850. Μετά το 1872, με φροντίδα της ιερής μητρόπολης Αδριανουπόλεως άρχισαν να ιδρύονται κοινοτικά σχολεία και στα άλλα χωριά. Συστηματική όμως διοργάνωση των σχολείων και εφοδιασμός με κατάλληλο διδακτικό προσωπικό έγινε την περίοδο του αυτονομιακού καθεστώτος, 1879 – 1885, τότε μάλιστα διορίστηκε και ειδικός επιθεωρητής από την πολιτεία.
Το 1906 οι Βούλγαροι διώξανε τους Έλληνες δασκάλους, απαγόρευσαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και με βουλγάρους δασκάλους επέβαλαν την διδασκαλία της βουλγαρικής. Μάλιστα για να πετύχουν το έργο τους – τον εκβουλγαρισμό δηλαδή των κατοίκων – ανακαίνισαν το παλαιό διδακτήριο, έφεραν βούλγαρους δασκάλους που μίλαγαν και την ελληνική, έδωσαν νέα εκπαιδευτικά προγράμματα με όλα τα διδασκόμενα μαθήματα, δωρεάν βιβλία των μαθημάτων και πολλά εποπτικά μέσα διδασκαλίας. Παρ’ όλα αυτά διατηρήθηκε η ελληνική παιδεία, όπως επί Τουρκοκρατίας, δηλαδή με κρυφά σχολεία.

4 Μαρ 2007

Τα χωριά της Θράκης

Τα κείμενα τα οποία ακολουθούν είναι από ένα βιβλίο του πατέρα μου, «Οι Μοναστηριώτες» που εκδόθηκε το 1980.

Τη Βόρειο Θράκη ή αλλιώς Ρωμυλία, την διασχίζουν τρεις ποταμοί. Ο Άρδας, ο Τόντζος ή Τούντζια όπως τον έλεγαν οι δικοί μας και ο Έβρος ή Μαρίτσα. Οι τρεις ποταμοί ενώνονται κοντά στην Αδριανούπολη και κατεβαίνουν στο Αιγαίο πέλαγος με το όνομα του Έβρου.
Ανάμεσα στα όρη Καραντζά – ντάγ (όρη των Ελάφων) και της Στράντζας, περνά από Βορρά προς Νότο, ο Τόντζος και σχηματίζεται ένα λεκανοπέδιο. Γύρω από τους πρόποδες των βουνών, σαν σε ημικύκλιο, ήτανε χτισμένα δώδεκα χωριά, που τα κατοικούσαν Έλληνες από πανάρχαιους χρόνους. Τα χωριά αυτά ήταν τα εξής: Καβακλή, Καρυές, Μεγάλο και Μικρό Μοναστήρι, Σιναπλή, Δογάνογλη, Τσικούρκιοι, Δράμα, Άκ-Μπουνάρ, Μεγάλο Βογιαλίκι, Μικρό Βογιαλίκι και Μουρανταλή.
Παλαιότερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, υπήρχαν περισσότερα ελληνικά χωριά, περίπου σαράντα. Όμως, από τις επιδρομές των Τούρκων ληστών Κυρτζαλήδων, αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν και να φύγουν στα γύρω κεφαλοχώρια για ασφάλεια.
Έλληνες υπήρχαν και στα χωριά Μενέτσοβο, Γκέρντεμε, Γκλαβάνι, και άλλα. Οι κάτοικοι των δώδεκα χωριών ονομάζονταν από τους άλλους Θρακιώτες Καρυώτες, από το χωριό Καρυές, που υπήρξε πρωτεύουσα της Ελληνικής επαρχίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Από την απελευθέρωση της χώρας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1878) υπάγονταν στην επαρχία Καβακλή με πρωτεύουσα το ομώνυμο χωριό.
Ο αριθμός των κατοίκων των μνημονευθέντων 12 ελληνικών αμιγών κωμοπόλεων και χωριών, κατά τους υπολογισμούς της Ιεράς Ελληνικής μητροπόλεως Φιλιππουπόλεως το 1900, περνούσε τις 20 χιλιάδες. Από έναν συνοπτικό πίνακα που άφησε ο Καβακλιώτης Γκέτας Τζοβαρόπουλος, ο οποίος ήταν αντιπρόσωπος στην επιτροπή μεταναστεύσεως και αργότερα νομάρχης του Νομού Πέλλης και κράτησε ονομαστικό κατάλογο, βρίσκουμε ότι ξεπερνούσαν τις 30000 ψυχές, διότι οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν με κλήρο στην Ελλάδα έφτασαν τις 7.383.
1. Καβακλή
Ωραία κωμόπολη με 9 χιλιάδες κατοίκους. Όταν απελευθερώθηκε η χώρα από την Τουρκική αυτοκρατορία, το 1978, έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας και είχαν έδρα όλες οι διοικητικές αρχές. Επειδή όμως κατά την περίδο του αυτονομιακού καθεστώτος, 1879 – 1885 ανέπτυξε πλούσια εθνική – ελληνική δράση, το 1900, η κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πέττκο Καραβέλωφ, μετέφερε την έδρα της επαρχίας στο μικρό βουλγάρικο χωριό της περιφέρειας, Καζίλ – αγάτς.
Βούλγαροι μόνιμοι κάτοικοι μέχρι το 1900 δεν υπήρχαν, εκτός από τους λίγους δημόσιους υπάλληλους, που κι’ αυτοί έπρεπε να γνωρίζουν κατά προτίμηση την ελληνική, για να διοριστούν. Από το 1900 και μετά άρχισαν να εγκαθίστανται αλλά όμως μέχρι το 1924 δεν ξεπέρασαν ποτέ τους 60. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ζούσαν και Τούρκοι οι οποίοι όμως σιγά – σιγά έφυγαν γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν μέσα στους Έλληνες.
2. Καρυές
Ήταν η αρχαιότερη και σπουδαιότερη κωμόπολη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η περισσότερο γνωστή.
Μετά τους Καβακλιώτες, οι Καρυώτες ήταν οι περισσότερο κοινωνικά μορφωμένοι γιατί ταχτικά ξενιτεύονταν και πολλοί ασχολούνταν με το εμπόριο.
Οι Καρυές ήταν η δεύτερη σε πληθυσμό, 4.000 και δεύτερη σε σπουδαιότητα μετά το Καβακλή. Οι κάτοικοι ήταν μόνο Έλληνες. Βούλγαροι προσπάθησαν να εγκατασταθούν, αλλά δεν κατάφεραν να μείνουν. Οι Καρυώτες συντηρούσαν τετρατάξιο Δημοτικό σχολείο αρρένων με 200 μαθητές και 2 δασκάλους. Επίσης Νηπιαγωγείο με 50 νήπια και μια δασκάλα. Είχε μια παλιά εκκλησία, την Αγία Παρασκευή.
3. Μεγάλο Μοναστήρι
Μεγάλο χωριό που ήταν χτισμένο στους πρόποδες ενός τρίκορφου βουνού που είχε το όνομα (Μοναστήρ-Μπαϊρ). Στην ψηλότερη κορυφή, σώζονταν ερείπια αρχαίου φρουρίου που είχε το όνομα Καλέ – Μπαϊρ (φρούριο του όρους). Είχε περί τους 1600 κατοίκους. Συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο αρρένων, με 50 μαθητές και 2 δασκάλους. Είχε παλαιά εκκλησία που ξαναχτίστηκε το 1893 με τρεις παπάδες. Ήρθαν στην Ελλάδα, με ανταλλαγή πληθυσμών από το 1906 μέχρι το 1925. Εγκαταστάθηκαν γεωργοί στα Τρίκαλα Βεροίας και στο Ν. Μοναστήρι. Περισσότερα για το Μεγάλο Μοναστήρι ακολουθούν μετά την αναφορά στα χωριά.
4. Μικρό Μοναστήρι
Μεγάλο χωριό, μαζί με την Δράμα και Τσικούρκιοι αποτελούσαν ένα Δήμο. Είχε 1060 κατοίκους. Συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο αρρένων με 45 μαθητές και 2 δασκάλους. Μια εκκλησιά με 3 παπάδες. Το χωριό λέγονταν και Αρβανίτες, ίσως οι κάτοικοί του να προέρχονταν από την Ήπειρο.
5. Σιναπλή
Χωριό που περνούσε ο παραπόταμος του Τόντζου ο Γιαούζ – ντερέ και αποτελούνταν από τρεις συνοικίες. Αριθμούσε 1800 κατοίκους και συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο με 130 μαθητές – άρρενες και 2 δασκάλους.
6. Δογάνογλου
Χωριό με πολλά νερά, αριθμούσε 800 κατοίκους. Συντηρούσε Δημοτικό Σχολείο με 50 μαθητές και 2 δασκάλους και με εκκλησία μ’ έναν παπά.
7. Τσιουκούρ –κιοϊ (Τσιουκούρκιοϊ)
Χωριό σε κατάφυτη τοποθεσία, αριθμούσε 834 κατοίκους, συντηρούσε κι αυτό Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.
8. Δράμα
Χωριό που κατοικήθηκε από Μοναστηριώτες το 1885. Μέχρι τότε το κατοικούσαν Τούρκοι, αλλά μετά την απελευθέρωση της χώρας, οι Τούρκοι μετανάστευσαν και τα κτήματά τους τα αγόρασαν Μοναστηριώτες. Είχε μια εκκλησία κι ένα παπά.
9. Ακ-Μπουνάρ
Χωριό στις πλαγιές αμμόλοφου, αριθμούσε 780 κατοίκους. Συντηρούσε κι αυτό τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.
10. Μεγάλο Βογιαλίκι
Μεγάλο χωριό με 1500 κατοίκους. Είχε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο με 150 μαθητές και 2 δασκάλους, μια μεγάλη εκκλησία με 4 παπάδες.
11. Μικρό Βογιαλίκι
Βρίσκονταν βορινά από το Μεγάλο Βογιαλίκι, χωριό με 800 κατοίκους συντηρούσε κι αυτό Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.
12. Μουρανδαλή
Χωριό που βρίσκεται βορειοδυτικά απ’ τα Βογιαλίκια. Αριθμούσε 700 κατοίκους, συντηρούσε κι αυτό Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.

Οι κάτοικοι των χωριών αυτών εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα από το 1906 μέχρι το 1925. Οι λόγοι ήταν οι προσπάθειες εκβουλγαρισμού τους από το βουλγάρικο σχολείο, την εκκλησία και την κατάταξη στον βουλγάρικο στρατό. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τα πράγματα ήταν ακόμη δυσκολότερα γιατί οι περισσότεροι υπηρετούντες στο στρατό από τα χωριά αυτά, αυτομόλησαν και κατετάγησαν στον Ελληνικό. Έτσι, κατά την εφαρμογή της συνθήκης του Νεϊγύ του 1924, για ανταλλαγή των μειονοτήτων θεληματικά, καμμιά αντίρρηση δεν προβλήθηκε στην αρμόδια επιτροπή για τις αθρόες δηλώσεις «περί εκούσιας μεταναστεύσεως» στην μητέρα Ελλάδα.
Τα χωριά τα οποία πήγαν, ήταν πολλά. Μερικά από αυτά είναι το Νέο Καβακλή και Ξυλογανή της Κομοτηνής, οι Νέες Καρυές Λάρισας, Μοναστήρι Λάρισας (Σαλασλάρ), Τρίκαλα Βέροιας, Ν.Μοναστήρι, Ζορμπά – Μικρό Μοναστήρι Θεσσαλονίκης, Αλήφακα – Καρυές Δομοκού κλπ. Από ένα συνοπτικό πίνακα που άφησε ο Καβακλιώτης Γκέτας Τζοβαρόπουλος, ο οποίος ήταν αντιπρόσωπος στην επιτροπή Μεταναστεύσεως και αργότερα νομάρχης του Νομού Πέλλης και κράτησε ονομαστικό κατάλογο, βρίσκουμε ότι ο συνολικός αριθμός των προσφύγων είναι περί τις 30 χιλιάδες ψυχές, ενώ οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν με κλήρο στην Ελλάδα έφτασαν τις 7383.