Αφέντης μας εδιάβαινε ΄πό μάρμαρο γεφύρι,
΄πο σίδηρο ήταν τ’ άλογο με τη χρυσή τη σέλα,
κι όσα άστρα ΄ναι στον ουρανό κουμπιά στον φερεντζέ(1) του
κι’ όσα πουλιά πετούμενα στη σέλα του γραμμένα.
Ένα πουλί, τρανό πουλί το ράϊο(2) το γεράκι(3),
πως ράϊασε(4) και πέτασεν και πάει σ’ κυράς το γόνα
να τη σμπουριάσ΄(5) αντριέπεται(6), να συντηχίσ΄(7) φοβάται
Γυρνά η κυρά και το ρωτά, γυρνά και το ξετάζει:
- Πουλάκι μ’ πούναι αφέντης σου, γεράκι μ’ πούναι αγάς(8) σου
- Αφέντης μ’ πάει στον πόλεμο, αγάς μου πάει στον κούρσο,
ο πόλεμος είν’ για το φλουρί κι ο κούρσος(9) για τ' ασήμι.
Σινιά(10) σινιά να τα μετρούν, σεντούκια να τα βάζουν
σεντούκια χρυσοκέντητα κι αργυροκλειδωμένα.
Και χώσει το χεράκι σου στον αργυρό το τζιόπη
κι βγάλε την κισίτσα σου τη μαλαμοσυρμένη.
Βρε λύσε την, βρέ δέσε την, κέρνα τα παλικάρια,
κέρνα στα παλικάρια, κέρνα τα κι αυτά τα παλικάρια
ν’ ανοίξουν οι λαλίτσες τους, να πούν κι άλλο τραγούδι.
Ερμηνευτικά:
1. φερετζές: ειδικό κάλυμα (καπέλο) της κεφαλής που καλύπτει και το πρόσωπο.
2. ράϊο: επίθετο, ιωνικός τύπος του ράδιος, έτοιμος, εύκολος.
3. γεράκι: όπως είναι γνωστό τα γεράκια εξημερώνονται και μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο κυνήγι άλλων ζώων.
4. ραϊζω: ανακουφίζομαι, συνέρχομαι από αρρώστεια.
5. σμπουριάζω: λέω κάτι, απαντώ.
6. αντριέπεμαι: ντρέπομαι
7. συντυχαίνω: από τύχη βρίσκομαι μαζί
8. αγάς: τούρκικος τίτλος που εδίδετο στους στρατιωτικούς και πολιτικούς υπαλλήλους.
9. κούρσος: επιδρομή αρπαγής από θάλασσα, κουρδάρος: ληστής της θάλασσας.
10. σινιά: χαμηλά τραπεζάκια κατασκευασμένα με τέχνη, ελαφριά στην μετακίνηση. Πάνω τους έβαζαν συνήθως φαγητά για ένα – δυό άτομα.
11. κισίτσα: το πορτοφόλι.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου