11 Φεβ 2008

18

Μια περδικίτσα μας χρυσή κι εικόνα μας γραμμένη.
Μωρ’ που ήσαν, που ξεχείμαζες και που καλοκαιριάζεις;
Στην πέτρα που ξεχείμαζα και ξει ξεκαλοκαιριάζω
και το καλάμι είν’ στους ανέμους, ανέμους της αγάπης.
Κι αυτή η αγάπη ήταν κακιά, αλί ποιον θα κολλήσεις
σαν ακολλήσει φρόνιμη, την ξέρει μοναχή της,
σαν ακολλήσει λουλούτσικη την ξέρ’ ο κόσμος όλος.
Δεν σε ρωτώ περδίκα μου, πως πιάνεται η αγάπη;
Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει,
κι από τα χείλη στην καρδιά και στην καρδιά ριζώνει
και στην καρδιά ορίζωσε, σαν το κομμάτι πάγος.
Τα χιόνια πέφτουν στα βουνά κι όλα αναλούν και λιώνουν.
Το δ’κό μου το ντέρτι(1) και το πάθος, δεν αναλεί(2) δεν λιώνει.
Βρέ φέρτε τα εννιά κλειδιά τα δεκαοχτώ νοιχτάρια
ν’ανοίξω την καρδούλα μου να δω τον πάθο πόχω.
Εγώ ΄χω πάθο στο βουνό και ντέρτι σαν ελάφι.
Το δ’κό μ’ το ντέρτι κι το πάθ’ κάνας να μην το πάθει.
Κι ούδε Τούρκος, κι ούδε Ρωμιός κι’ ούδε ΄πο τους εχθρούς μου.

Ερμηνευτικά
1. ντέρτι: βάσανο
2. αναλεί: λιώνει