24 Αυγ 2008

25

Αφέντης καβαλίκευεν τριών χρονών πουλάρι(1)
- Βρε μάθε το να πηλαλεί(2) βρε μάθε το να παίζει
βρε μάθε το να ρίχνεται χαντάκια γεμάτ’ αίμα
βρε μάθε το να δέχεται τα εννιά σπαθιά μπροστά του
βρε μάθε το να δέχεται τα χνώτα απ’ τα φουσάτα(3).
- Βρε τόμαθα να πιλαλεί, βρε τόμαθα να παίζει
βρε τόμαθα να ρίχνεται χαντάκια γεμάτ’ αίμα
βρε τόμαθα να δέχεται τα εννιά σπαθιά μπροστά το
βρε τόμαθα να δέχεται τα χνώτα απ’ τα φουσάτα.

Ερμηνευτικά
1. πουλάρι: το μικρό άλογο.
2. πηλαλώ: τρέχω.
3. φουσάτα: τα πολεμικά άλογα, το ιππικό.

21 Ιουλ 2008

24

Αηγόρος και ξανθή κόρη, μαργαριτάρι σπέρνουν,
μαργαριτάρι έσπερναν, χρυσόφυλλο φυτρώνει.
Καλόγεροι το θέριζαν κι οι Τούρκοι κουβαλούσαν.
Ο βασιλιάς τ' αλώνιζε κι οι γιοί του το λιχνούσαν(1)
η Δέσπω η ξανθή κόρη τ΄αρί(2) ξεσκυβαλίζει(3).
Διαβάτη ο γιός εδιάβαινε τ'ν αρέζει(4) και την παίρνει
κι από το χέρι την άδραχνε(5) σαν το γοργό γεράκι.

Ερμηνευτικά:
1. λιχνώ και λιχνίζω: εργασία του αλωνισμού, ξεχώρισαν με την βοήθεια του ανέμου, το σιτάρι από το άχυρο.
2. αρί: είναι το χοντρόκοκκο σιτάρι.
3. ξεσκυβαλίζω: χωρίζω τα σκύβαλα από το καθαρό σιτάρι, σκύβαλα: οι ξένες ύλες.
4. αρέζω: αρέσω.
5. αδράχνω: αρπάζω με την βία.

16 Ιουλ 2008

23

Κάθετ’ η Μάρω και κεντά μαντίλι στον αηγορό της(1)
Είχε και μια γειτόνισσα, καλή και πιστημένη.
- Μάρω μ’ αηγόρος σ’ πέθανε. Μάρω μ’ αηγόρος σ’ χάθ΄κε.
- Αλήθεια λες γειτόνισα μ’, καλή και πιστημένη;
- Αλήθεια Μάρω μ’ πέθανε, πως ΄πέσει του θανάτου.
Μεριά(2) ρίχνει το κέντημα τ'ς, μεριά και το βελόνι.
Τα παπουτσάκια τ'ς έπαιρνε, στον κήπο κατεβαίνει,
κόφτει κλωνάρ’ βασιλικό, κλωνάρι κυπαρίσσι.
Το στράτα(3) στράτα πήγαινε, το Θεό παρακαλούσε:
- Κύριέ μου να το έβρισκα παπάδες να το ψέλνουν
πέντε παπάδες να το ψέλ΄ν και δέκα μαθητούδια.
Κατά πως το παρακάλεσε, έτσι πάει και τον βρίσκει.
Πέντε παπάδες έψελ’ν και δέκα μαθητούδια.
- Μεριάστε(4) σεις παπάδες μου, μεριάστε μαθητούδια
να ιδώ κι εγώ τον νιούτσικο, πως πέσει του θανάτου;
Το σάβανο ξεσκέπας κι ο νιός χαμογελούσε..
- Βρε ιδέτε σ’ κούρβας(5) τον υιό σ’ κούρβας το κοπέλι(6)
Όντας τον έρθει το μήνυμα(7) πως πέφτει και ΄ποθνήσκει.

Ερμηνευτικά:
1. αηγόρος: αγαπητικός.
2. μεριά: παράμερα.
3. στράτα: μακρύς δρόμος.
4. μεριάστε: παραμερίστε.
5. κούρβα: γυναίκα ελευθερίων ηθών, ιερόδουλη.
6. κοπέλι: νόθος, αγνώστου πατρός.
7. μήνυμα: σε πολλά τραγούδια είναι η είδηση να πάει σε πόλεμο.

13 Ιουλ 2008

22

Απάνω σ’ άσπρο μάρμαρο κοράσι(1) ακουμπισμένο
με το γαράζιο χάμοχα(2) και τη χρυσή τη ζούνα(3).
Ζυγιά βαστά στο χέρι της και το φιλί ζυγίζει,
ζυγίζει, καμπανίζεται(4), μυριοκρυφά τους λέει.
Χίλια τους λες το ταχιά(5) και δυο το μεσημέρι
και αυτού τα’αργά(6) τ' αργούτσικα για δυο για τρεις χιλιάδες.
Τριά παλικάρια τ' άκουσαν, ΄πο μέσα ΄πο την Πόλη,
καβαλικεύουν, χαίρονται, πεζεύουν καμαρώνουν,
το ΄να θαρρεί(7) στα χίλια του, τ' άλλο στα πεντακόσια,
το τρίτο το καλύτερο, θαρρεί στην ιδιανίτσα(8).
Όποιο θαρρεί στα χίλια του, μαχαίρια στην καρδιά του
κι’ όποιο στα πεντακόσια, εννιά σπαθιά στον κόρφο(9)
κι όποιο στην ιδιανίτσα του τα γρήγορα να φτάση,
τα γρήγορα να φτάση αυτός, την κόρη να κερδίσει.

Ερμηνευτικά:
1. κοράσι: κόρη, κοπέλα.
2. χάμοχας: πολυτελέστατο φόρεμα.
3. ζούνα: ζώνη.
4. καμπανίζεται: περηφανεύεται, κομπάζει.
5. το ταχιά: πολύ πρωί.
6. τ' αργά: κατά το ηλιοβασίλεμα.
7. θαρρώ: ελπίζω.
8. ιδιανίτσα: παληκαριά.
9. κόρφος : τα στήθη.

20 Απρ 2008

21

Ν’ ανέβω σε κορφόβουνο, αμάξ’ να κατεβάσω,
αμάξι σιδεράμαξο, ζευγάρι κουδουνάτο
και το ζυγούτσ’κο(1), πο ξεφω, όλο καθάριο ασήμι
και τις ζευγίτσες(2) πό βαναν, σπυρί μαργαριτάρι
και το ζευγάρι(3) πό ζευαν, δράκοι θεμελιωμένοι
και το φκετρίτσι(4) που λαλούν(5), ήταν σ’ ελιάς κλωνάρι.
Τρεις αλαφίνες τόσερναν και δυό αντρειωμένοι
κι η κόρη μέσα κάθενταν, πως δεν φανή σε κόσμο,
τον ήλιο εσυνέριζε(6), τον ήλιο το φεγγάρι.
 Ήλιε μ’ πο στέλνεις το ταχιά(7), μαραίνεις τα λουλούδια,
μαραίνεις και τα βότανα(8) του Μάη τα λουλούδια.
Κι εγώ αν ντα(9) βγώ στις πόρτες μου, μαραίνω παλικάρια
όσα ματάκια κι αν με δούν, τόσες καρδίτσες κάφτω(10.

Ερμηνευτικά
1. ζυγούτσ’κος: ο ζυγός που ζεύουν τα βόδια. Δυο ξύλα παράλληλα, το επάνω κατάλληλα λοξευμένο για τα εφαμόζει στον τράχηλο των ζώων, το κάτω απλό.
2. ζευγίτσες: δύο βέργες, ξύλινες ή σιδερένιες που τοποθετούνται στα δυο άκρα του ζυγού όταν δεχτούν τα βόδια.
3. ζευγάρι: τα δύο ζώα που ζεύουν.
4. φκετρίτσι: η βουκέντρα, ξύλινη βέργα μήκους δύο μέτρων περίπου, με την οποία κεντούν τα βόδια για να προχωρούν.
5. λαλώ τα ζώα: αναγκάζω τα ζώα να περπατούν.
6. συνερίζω: προκαλώ, πειράζω.
7. το ταχιά: το πρωί
8. βότανα: διάφορα χόρτα του βουνού με θεραπευτικές ιδιότητες
9. ντα: όντας, όταν
10. κάφτω: καίω

30 Μαρ 2008

20

Μια περδικίτσα μας χρυσή τα εννιά κουδούνια αλλάζει
τα τριά λαλούσαν το ταχιά, τα τριά το μεσημέρι
τα τριά πααίνουν κι έρχονται για προξενιά στην Πόλη.
Ρωτούσαν κι καλά ρωτούν που νάβρουν τέτοια κόρη,
τέτοια ψηλή, τέτοια λιγνή και τέτοια μαυρομάτα.
Εδώ σ’ αυτόν τον μαχαλά στον άλλο παρακάτω
εδώ ΄ναι τέτοια λυγερή και τέτοια μαυρομάτα
τέτοια ψηλή, τέτοια λιγνή και τέτοια μαυρομάτα.
Ψηλή, λιγνή σαν το βεργί, ομοιάζει το καλάμι.
Αυτή έχει κορμί για χάμουχα(1) και μέση για ζουνάρι
κι αυτή έχει τον άσπρο τον λαιμό για κίτρινο γκιρντάνι
αυτή έχει το ίσιο το τσιακάκι(2) για το μαργαριτάρι.
Σαν το δικό της το κορμί μηλιά είδα ΄γω στην Πόλη,
και κυδωνιά στον Γαλατά με τ' ασημένια φύλλα.

Ερμηνευτικά:
1. χάμουχας: πολυτελέστατο πανωφόρι
2. τσιακάκι: το μέτωπο

9 Μαρ 2008

19

Κουράσιο(1) εστολίζεταν Σαββάτο όλη μέρα,
στολίδια δεν απόσωναν να την αποστολίσουν
και το ταχιά(2) την Κυριακή στην εκκλησιά να πάει.
Απ’ το τσιοσμέ(3) εδιάβηκεν, πούταν τα παλικάρια,
στη μια μεριά ήταν δώδεκα, στην άλλη δεκαπέντε
και πέρασεν τα δώδεκα κι πάει στα δεκαπέντε.
Καλ’ μέρα δεν τους έδωσε, πολλή καλ’μέρα νάχει.
Βρε ιδέ την ασημόβεργα τ’ν ασημοζυμωμένη,
πως στέκει, πως λυγίζεται, καλ’μέρα δεν μας δίνει,
καλ’μέρα δεν μας έδωσε πολλή καλ’μέρα νάχει.
Αυτή δεν είν απ’ άνθρωπο, π’ ανθρώπους καμωμένη
αυτή είναι ΄πο τους ουρανούς καγκελοτουρνεμένη(4).
Στα σύννεφα εκρύβεται να μη παρβασκουρσέψει(5),
τα σύννεφα εσκόρπισαν κι η κόρη φανερώθ’κεν.
Όσοι ρωμιοί την έβλεπαν το «Κύριε ελέησον» λέγουν
κι όσοι Τουρκιά κι αν άκουσαν, το σαλαβάτι6 κάνουν.

Ερμηνευτικά:
1. Κουράσιο: η κοπέλα, η κορασίδα
2. ταχιά: αύριο
3. τσιοσμές: βρύση που παίρνει νερό όλο το χωριό
4. καγκελοτουρνεμένη: μεταφορική έννοια, ομορφοφκιασμένη
5. παρβασκουρσέψει: παραστρατίσει ηθικά
6. σαλαβάτι: προσευχή

11 Φεβ 2008

18

Μια περδικίτσα μας χρυσή κι εικόνα μας γραμμένη.
Μωρ’ που ήσαν, που ξεχείμαζες και που καλοκαιριάζεις;
Στην πέτρα που ξεχείμαζα και ξει ξεκαλοκαιριάζω
και το καλάμι είν’ στους ανέμους, ανέμους της αγάπης.
Κι αυτή η αγάπη ήταν κακιά, αλί ποιον θα κολλήσεις
σαν ακολλήσει φρόνιμη, την ξέρει μοναχή της,
σαν ακολλήσει λουλούτσικη την ξέρ’ ο κόσμος όλος.
Δεν σε ρωτώ περδίκα μου, πως πιάνεται η αγάπη;
Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει,
κι από τα χείλη στην καρδιά και στην καρδιά ριζώνει
και στην καρδιά ορίζωσε, σαν το κομμάτι πάγος.
Τα χιόνια πέφτουν στα βουνά κι όλα αναλούν και λιώνουν.
Το δ’κό μου το ντέρτι(1) και το πάθος, δεν αναλεί(2) δεν λιώνει.
Βρέ φέρτε τα εννιά κλειδιά τα δεκαοχτώ νοιχτάρια
ν’ανοίξω την καρδούλα μου να δω τον πάθο πόχω.
Εγώ ΄χω πάθο στο βουνό και ντέρτι σαν ελάφι.
Το δ’κό μ’ το ντέρτι κι το πάθ’ κάνας να μην το πάθει.
Κι ούδε Τούρκος, κι ούδε Ρωμιός κι’ ούδε ΄πο τους εχθρούς μου.

Ερμηνευτικά
1. ντέρτι: βάσανο
2. αναλεί: λιώνει

14 Ιαν 2008

17

Η μάνα πούχε τον υιό, τον μικροκανακάρη
τον άλλαζε, τον στόλιζε, στον δάσκαλο τον στέλνει.
Κι ο δάσκαλος τον έπλεμπε με τριά κλωνάρια μόσχο
κι ο δάσκαλος τον έδερνε με τ'ν ασημένια βέργα,
κι ο δάσκαλος τον ρώτησε κι ο δάσκαλος τον λέει:
- Καλέ μου πουν’ τα γράμματα σ’ καλέ μου πουν ο νού σου;
- Τα γράμματά μ’ είν’ στο χαρτί κι ο νους μου στην αγάπη,
κι ο νους μου πέρα πέρασε, πέρα στις μαυρομάτες,
πόχουν το μάτι στο γυαλί, το φρύδι στο γαϊτάνι
και του κοράκου το φτερό τόχουν καμαροφρύδι
καμαροφρύδι, σα φτερό καγκελοτουρνημένο.

2 Ιαν 2008

16

Ένας όμορφος παλίκαρος κι όμορφο παλικάρι
βόσκει κοπάδια πρόβατα με τ’ν ασημένια γκέγκα(1)
τα σούριζεν(2) τα πήγαινε, πάει να τα ποτίσει
και κει που πάει να τα ποτίσ’, στη λεύκα(3) που λευκαίνει(4)
βρίσκει μια γερόντισσα στη λεύκα που λευκαίνει
και με το νού της έλεγε και με το νού της λέει:
- Κύριε μ’ γαμπρό να τόκανα και πεθερά να μ’ έχει.
- Σαν θες, γαμπρό για να με κάμ’ς και πεθερά να σ’ έχω,
κάμε τη θυγατέρα σου να λάμπει σαν τον ήλιο.
Το ήλιο βάλε πρόσωπο και το φεγγάρ’ αστήθι,
και τον καθάριο άργυρο, καθάριο δαχτυλίδι
και τότε να με κάμ’ς γαμπρό και πεθερά να σ’έχω.

Ερμηνευτικά.
1. γκέγκα: η γκλίτσα
2. σουρίζω: σφυρίζω
3. λεύκα: μεγάλο δέντρο, ψηλό, αγαπά το νερό.
4. λευκαίνω: κάμνω κάτι λευκό. Τα άσπρα πανιά, που ύφαιναν στους αργαλειούς, ακολουθούσε το λεύκαμα. Μέρες ολόκληρες έβρεχαν τα πανιά, τα ήλιαζαν.