24 Δεκ 2007

15

Πέντε μικρές τον αηγαπούν και δεκαοχτώ μεγάλες,
όλες πααίνουν κι έρχονται κι όλες φιλί του δίνουν.
Μον μια λιανή, λιανούτσικη, λιανή και μαυρομάτα
κι ουδέ πααίνει κι έρχεται κι ουδέ φιλί του δίνει.
- Κόρη μ’ για δώσ’ με φίλημα, κόρη για δώσ’με πόνο.
- Πώς να σε δώσω φίλημα, πώς να σε δώσω πόνο;
Κι είσαι λουλός λουλούτσικος και θέλεις μολογήσει;
- Μα τ'άστρα, μα τους ουρανούς, δεν θέλω μολογήσει.
- Μα τα’στρο το μικρότερο πααίνει κατόπι στον ήλιο.
Ο ουρανός θα το πουλήσει κι ο νιός θα τ' αγοράσει
να τόχει στον κάμπο φλάμπουρο, στην εκκλησιά λαμπάδα,
σ’ αυτές τις πόρτες π’αγαπά, λαμπάδα να τον φέγγει
και σ’ αυτό το πρωτοκίνημα φεγγάρι να το φέγγει.

20 Δεκ 2007

14

Γραμματικός εκάθονταν στου βασιλιά τις πόρτες,
τον ουρανό είχε χαρτί τη θάλασσα μελάνη
κι έκατσε και λογάριαζε τριών χρονών αγάπη.
Εσείστηκαν τα χέρια του και χύει τη μελάνη
και λέρωσεν τα ρούχα του τα λινομεταξένια.
Κάναν δικό τ’ δεν είχεν να πάει να τα πλύνει.
Μον είχε μιαν παλιάν αγάπη κι αυτή μακριά στα ξένα.
Χαμπέρι(1) την προβόϊδισε(2) να πάει να τα πλύνει.
Σαν τ'άκουσε κι η λυγερή πολύ της βαρυφάν’κεν.
Βρε σώπα, σώπα αηγόρι μου κι εγώ θα σου τα πλύνω.
Το δάκρυ σ’ και το δάκρυ μου νερό και θα το πλύνω
το σάλι σ’ και το σάλι μου σαπούν και θα το βάλω.
Τον καϋμό πόχω στην καρδιά, ήλιος και θα τα στεγνώσει.

Ερμηνευτικά
1. χαμπέρι: είδηση
2. προβόϊδισε:της έστειλε

6 Δεκ 2007

13

Η μάνα πόχει τον υιό κι’ αρέζει στις νυφάδες,
αρέζει μια ΄πο σ’ όμορφες κι άλλη ΄πο σ’ μαυρομάτες,
αρέζει και μια λιανούτσικη, λιανή(1) και μαυρομάτα.
Κι αυτή ΄ταν ακατάδεχτη, δε θέλει καταδεχτεί μας.
- Μωρ’ νάμαι ήλιος να την πιώ, αϊτός να την αδράξω,
κι εγώ ΄μαι αϊτός αϊτούτσικος, περδικοκυνηγάρης,
κι οπού βρω πέτρα κάθομαι, στον ίσκιο της κοιμάμαι,
κι οπού βρω τα γλυκά κρασιά, τα πίνω τα διαβαίνω,
κι οπού βρω τα ξινά κρασιά, τα χύνω και διαβαίνω,
κι οπού βρω κόρη όμρφη φιλούσα και διαβαίνω,
κι οπού βρω κόρη άσκημη κλωτσούσα και διαβαίνω.
Πινούντας τα γλυκά κρασιά, φιλιούντας τα κοράσια
έφαγε ο νιός τους τ' άσπρα του και τις εννιά χιλάδες.
Μον μαύρος το απόμεινε και αυτόν τον παζαρεύει,
κι ο μαύρος τον έλεγε κι ο μαύρος του τού λέει:
- Μη με πουλείς αφέντη μου και μη με παζαρεύεις,
μον τάιζέ μ’ και πότιζέ μ’ και λιανοπίστριζέ(2) με
κι όντας ιδείς την τρίχα μου να μοιάσει της ελαφίνας
κι όντας ιδείς το μάτι μου να μοιάσει της γερακίνας,
σέβα(3) και βάλε στοίχημα στης Πόλης τα μιγντάνια(4),
εσύ βάλε το στοίχημα κι εγώ θα πηλαλήξω.
Αν δεν σου φερω τ'άσπρα σου και τις εννιά χιλιάδες,
και τότε πούλα μ’ αφέντη μου και τότε παζάρευέ με.

Ερμηνευτικά:
1. λιανή: λεπτοκαμωμένη.
2. πιστρίζω: χτενίζω τ' άλογο με ειδικό χτένι, το πιστρί.
3. σέβα: έμπα, σεβαίνω:μπαίνω μέσα.
4. μιγντάνια: μέρος απλωτό, πεδιάδα.

5 Δεκ 2007

12

Ένας όμορφος παλίκαρος κι όμορφο παλικάρι,
βαστά γυαλί στη τζιόπη του και φούντα στο σπαθί του
κι η κόρη που τον αγαπά κι αυτή καλά τον θέλει.
- Κόρη μ’ δεν είσαι ροδιανή, κόρη μ’ δεν είσαι άσπρη.
- Σαν θέλεις νάμαι ροδιανή, σαν θέλεις νάμαι άσπρη
Κι εσύ ΄σαι σαν τρανό πουλί, έβγα στη Σαλονίκη.
Ξαγόρασέ μ’, ξεβγαλέ μ’, Συριώτικο ζουνάρι
να στέκομαι να ζώνομαι να φαίνομαι σα γράμμα
να σειούμαι να λυγίζομαι να φαίνομαι σα γράμμα
και τότε να ΄μαι ροδιανή και τότε να ΄μαι ξάσπρη.

11 Νοε 2007

11

Δήμο μ’ σε κράζ’ ο βασιλιάς, Δήμο μ’ σε θέλ’ ο αφέντης.
- Σαν τι με κράζ’ ο βασιλιάς, σαν τι με θέλ’ ο αφέντης;
- Αν είν’ με κράζει για καλό, να ντύσω ρούχα νάρθω,
κι αν είν’ με κράζει για κακό, να πάω κατά πως είμαι.
Και κίνησε ο Δήμουλας κι πάει κατά πως ήταν.
Κι σαν τον είδε ο βασιλιάς πολύ του καλοφάν’κεν.
- Βρε τι μποδίθ’κες Δήμουλα κι’ πο πολύς δεν ήρθες;
Μας ζήμιωσεν η Αραπιά και θέλει να μας πνίξει.
- Δεν ήξερα αφέντη μου να ντύσω ρούχα νάρθω
Δεν ήξερα έτσι βασιλιά να μάσω παλικάρια…
Κι ΄βγαλε κι του έδωσε πολλού καλά τα ρούχα
κι βγάνει και του έμασε τρακόσα παλικάρια.
Στην Αραπιά τον έστειλε σα φίδι πυρωμένο.
Σαν άνεμος εχύθηκε, σα φίδι φανερώθ’κεν.
Κι πιάν’ όλους τους Αραπάδες κι απ’ τα μαλλιά τους δεν’
Ιδιάζουν(1) τ’ αραπόπαιδα σα γίδια ΄πο μπροστά του,
τα μάζωνε τα πήγαινεν στο βασιλιά τα πάει.
Κι’ σαν τον είδ’ ο βασιλιάς, πλύ τον καλοφάν’κεν.
- Καλότυχος βρε Δήμουλα με την ανδρίτσια πόχεις.
- Βρε τώρα μ’ είδες βασιλιά με την ανδρίτσα πόχω;
- Βρε τώρα σ’ είδα Δήμουλα, τώρα θα σε κερδίσω

Ερμηνευτικά:
Ιδιάζουν: περνοδιαβαίνουν.

3 Νοε 2007

10

Τούρκος παινέθ’κεν στο σπαθί και Φράγκος στο κοντάρι,
παινέθ’κεν κι ένας νιός καλός(1) τη θάλασσα να πλέξει.
Σαν τ'άκουσεν κι ο βασιλιάς πολύ του καλοφάν’κεν.
Βρε ποιος είν’ αυτός, βρε ποιος είν’ αυτός τη θάλασσα π΄θα πλέξει;
Αν είν’ και πλέξ’ τη θάλασσα, γαμπρό για να τον κάνω.
Σαν θέλει τη θυγατέρα μου, σα θέλ’ την αδελφή μου,
σα θέλει την ανεψούλα μου, πόχει τα μαύρα μάτια.
Σαν τ' άκουσε ο νιούτσικος πολύ τον καλοφάν’κεν.
Ξεντύθ’κεν, ξαρματώθηκεν τη θάλασσα να πλέξει.
Σαράντα μέρες έπλεκεν, γελώντας, τραγουδώντας
και άλλες σαράντα τέσσαρες κλαίοντας και βρυχιώντας.
Και βλέπει ο Θεός, ήτα άδικο και το πολύ το Θάμα,
κι από μπροστά τον βλόγησε με λόγια με κατούγια
κι΄από τα λόγια πιάστηκε και στα κατούγια πάει
κι΄αυτού στη μέσ΄ στη θάλασσα βρίσκει βεργοκαστρίτσι
βρίσκει τ΄ν αγάπη την παλιά, που υφαίνει που τραγούδα.
Να τη σμποριάξει(3) ντρέπεται, να συντυχίσει(3) φοβάται.
Γυρνά η κόρη και των ρωτά και τον καλοξετάζει
- Σε τι λιμπήθ’κες(4) νιούτσικε μ’ να χάσεις τ'ν ανερειά σου;
- Ουδε σ’ ασήμ’ λιμπήθηκα ουδέ σ’ μαργαριτάρι,
εκεί που πάω λιμπήθηκα σε μια βασιλοπούλα.
Σαράντα μέρες έπλεγα γελώντας τραγουδώντας
κι άλλες σαράτα τέσσαρες κλαιώντας κι βρυχιώντας.
- Ακόμα σαράντα πρεπ’ να πλέξ’ και πάλι δεν την παίρνεις.

Ερμηνευτικά
1. νιός καλός: άλλοι το λέγαν∙ παινέθ’κεν κι’ ένα ρωμηόπουλο.
2. σμποριάζω: μιλώ, λέω κάτι
3. συντυχίζω: κάθομαι μαζί
4. λιμπίζομαι: επιθυμώ πολύ και θέλω να το πάρω.

2 Νοε 2007

9

Κίνησε το Βραχνιόπουλο(1) να πάει να ΄ραβωνιάσει
μ’ εννιά ζυγιές ανάργαρα(2) με δέκα ανακαράζια(3)
με τετρακόσιοι άρχοντες με χίλια παλικάρια.
Τα σούριζε(4) τα πήγαινε στο Γιάννακα τα πάει.
Στο Γιάννακα τα πήγαινε, σ’ αυτόν τον αντρειωμένο.
Τη στράτα στράτα πήγαινε, το Θεό παρακαλούσε:
- Κύριέ μου να τον εύρισκα σ’ ένα όμορφο σιμπέτι(5),
δίχως σπαθί, δίχως κοντάρι, μόνο με την καλή του.
Κατά πως παρακάλεσε, έτσι πάει και τον βρίσκει.
- Καλώς τα κάμνεις Γιάννακα, καλώς τα γευματίζεις
- Καλώς το, το Βραχνιόπουλο, να φάμε και να πιούμε.
Τριών χρονών κρασί έχω γω, να πιούν τα παλικάρια.
- Δεν ήρθα γω για φάι, για πίι, κι ούδε για το κρασί σας,
εγώ ήρθα για το κεφάλι σου, να πάρω την καλή σου.
- Κι’ εγώ για το κεφάλι μου πέντε καλές να δώσω.
Την Κάλλιω την εστόλιζαν, νυφούλα να την κάνουν,
την πήρε το βραχνιόπουλο και κίνησε και πάει
κι’ απόμεινεν ο Γιάννακας σα μήλο μαραμένο,
σα μήλο, σα τραντάφυλλο, σα νύφη στολισμένη.
Μον το σπαθί του φλάμπουσε(6) και στα λιβάδια πάει
ψιλή λαλίτσα έβγανε, όσο και αν εδυνόταν.
Ποιος μαύρος είν’ αξιότερος τ'ν κυρούλα να γλυτώσει.
Όσοι μαύροι κι αν άκουσαν, όλοι αναμερνούσαν.
Ένας μαύρος παλιόμαυρος βαρειά του κακοφάν’κεν
- Δύνεσαι μαύρε μ’ δύνεσαι τ'ν κυρούλα να γλυτώσεις;
- Δύνομαι(7) αφέντη μ’ δύνομαι τ'ν κυρούλα να γλυτώσω,
Αυτή μικρή με τάϊζε εννιά φορές τη μέρα.
Αυτή μικρή με πότιζε εννιά φορές την μέρα
και την ταή(8) που με τάϊζε εννιά κιλά κριθάρι,
και το πιοτί με πότιζε, ενιά μέτρα κρασάκι.
Μον δέσε το κεφάλι σου μ’ εννιά λογιών μαντήλια,
και δέσε την μεσίτσα σου απ’ τη δική μου μέση,
να θυμηθώ τα νιάτα μου, να μ’ πάρουν οι ανέμοι.
Και δένει το κεφάλι του μ’ εννιά λογιών μαντήλια
και δένει την μεσίτσα του απ’ τη δική του μέση,
θυμήθηκε τα νιάτα του τον πήραν οι ανέμοι.
Την στράτα στράτα πήγαινε το Θεό παρακαλούσε:
Κύριέ μου να τους έφτανα σ’ έν όμορφο μιγντάνι(9)
δίχως σπαθί, δίχως κοντάρι, μόνο με την καλή μου.
Κατά πως παρακάλεσε, έτσι πάει και τους βρίσκει,
δίχως σπαθί, δίχως κοντάρι, μόνο με την καλή του.
Δεξιά, δεξιά τους θέριζε, ζερβά τους λειμουριάζει(10)
και σ’αυτό το τρίτο γύρισμα δεν βρίσκει τι να κόψει
και πήρε την καλή του και πάλι πίσω πάει.

Ερμηνευτικά
1. Βραχνιόπουλο:άλλοι το λέγαν βλαχόπουλο και άλλοι ρηγόπουλο.
2. ανάργαρα: είναι τα ανάκαρα των βυζαντινών, ένα ζευγάρι τύμπανα χάλκινα, τα είχαν κρεμασμένα στη σέλλα μπροστά ο καβαλάρης και τα χτυπούσε ρυθμικά.
3. ανακαράζια: μουσικά όργανα, ίσως πνευστά.
4. σουρίζω: σφυρίζω.
5. σιμπέτι: γλεντοκόπι.
6. φλάμπουσε: χούφτωσε, τάρπαξε με την φούχτα του.
7. δύνομαι: δύναμαι, μπορώ.
8. ταή: η τροφή των ζώων.
9. μιγντάνι: απλοχωριά, πεδιάδα με ορατότητα
10. λειμουριάζει: αποτελειώνει.

31 Οκτ 2007

8

Αϊτός χαιρέτ’σε στα βουνά κι μαύρος(1) στα λιβάδια.
Χαιρέτ’σε κι ένας νιός καλός, σ’ ένα όμορφο σιμπέτι(2).
Τα τριά κοράσια(3) τον κερνούν, πάσχουν(4) να τον μεθύσουν.
Τον μέθυσαν τον νιούτσικο(5) κι πέσεν ΄ποκοιμήθκειν(6)
κι βγαίνουν ΄πο την τζιόπη του εννιά χιλιάδες άσπρα(7)
κι βγαίνουν ΄πο τον κόρφο του μαντήλι ξομπλιασμένο(8),
δεν κλαίει ο νιός τ'άσπρα του, καν τις εννιά χιλιάδες,
λυπιέται το μαντήλι του το βαρυξομπλιασμένο.
Πως έκατσαν το ξόμπλιασαν οι τρείς αγαπητικές του.
Η μια ξομπλιάζει με το γυαλί, η άλλη με Βαγγέλιο,
η τρίτη η καλύτερη με τριά κλωνάρια μόσχο(9),
στον ουρανό το ίδιαζαν(10) στη θάλασσα το πλέκουν,
στη μέση πλέκουν το Χριστό, στην άκρη Θεοτόκο
και σ’αυτά τα κορφογυρίσματα πλέκουν τον Άγιο – Γιώργη.
Και συ Άγιε μου Γιώργη ξακουστέ βοήθα το παλικάρι.
Βοήθα το Άι – Γιώργη μ’ βοήθα το, το νιο το παλικάρι
να πάει να βρεί τ’ν’ αγάπη του που στρώνει, που κοιμάται.
Μέσ’ σε λουλούδια έστρωνε, σε τριαντάφυλλα κοιμάται,
το ήμερο το τριαντάφυλλο τριγύρω στο λαιμό της
είν’ άσπρη σα τριαντάφυλλο κόκκινη σαν το μήλο.

Ερμηνευτικά
1. μαύρος: πρόκειται για μαύρο άλογο ιππασίας, άτι.
2. σιμπέτι: μεγάλο γλέντι, γλεντοκόπι.
3. κοράσια: κοπέλες της παντριάς.
4. πάσχουν: προσπαθούν, πασχίζουν.
5. νιούτσικος: μορφονιός.
6. ποκοιμήθκειν: αποκοιμήθηκε
7. άσπρα: ασημένια νομίσματα
8. ξομπλιασμένο: κεντημένο με πολλά στολίδια.
9. μόσχος: αρωματικό φυτό.
10. ιδιάζω: προεργασία της υφαντικής, απλώνουν και τακτοποιούν το στημόνι.

24 Οκτ 2007

7

Μαύρος ήταν, μαύρα βαστά(1), μαύρον καβαλλικεύει(2),
κι όπου πατήσει ο μαύρος του, πηγάδια φανερώνει.
Πηγάδια συρτοπήγαδα(3), σ’ αυλές του μαρμαρένιες,
κι όλες οι βάγιες(4) τ’ αφεντικού παίρνουν νερό, γεμίζουν.
Μον’ μια βάγια τ' αφεντιού μας δεν παίρνει, δεν γεμίζει.
- Βάγια μ’ για δεν παίρνεις το νερό, βάγια, για δεν γεμίζεις;
- Δεν ήρθα γω για το νερό, ουδέ για να γεμίσω,
εγώ ήρθα στον αφέντη μας να ιδώ για πως δοξεύει(5)
δοξεύει αλάφια στο βουνό και πέρδικες στον κάμπο,
δοξεύει και μια λιανούτσικη(6)μέσα σε περιβόλι.

Ερμηνευτικά
1. βαστώ: φορώ συνέχεια, για πολύ καιρό.
2. καβαλλικεύω: ιππεύω.
3. συρτοπήγαδα: πηγάδια που έχουν τροχαλίες ή μαγγάνια (βαρούλκα) για να βγάζουν το νερό.
4. βάγια: η παραμάνα, η υπηρέτρια, γυναίκες που ήταν στην εξουσία του αφέντη, οι γυναίκες των υπηκόων.
5. δοξεύει: τοξεύει, ρίχνει βέλη.
6. λιανούτσικη: λεπτοκαμωμένη.

21 Οκτ 2007

6

Αφέντη μ’ σ’ ήρθε μήνυμα να πας βαριά στα ξένα
κι αυτά τα ξένα ήταν βαριά κι’ αφέντης γρυπησμένος.
Αφέντης μας καλίγωνε(1) στ’ άστρο και στο φεγγάρι,
το πεταλίτσι2() πόβνε, όλο καθάριο ασήμι,
κι το καρφίτσι(3) πόκρουε(4) σπυρί μαργαριτάρι
και το ταχιά(5) ξημέρωνε στης Ρούμελης τον πόρο(6).
Βρίσκει τον πόρο σα θολό, γεφύρι χαλασμένο.
Κεντάει τον μαύρο, τον κεντάει, ΄πο πέρα να περάσει.
Κι ο μαύρος του τον ρώτησε κι ο μαύρος τον ρωτάει:
- Σε τι βουλιέσαι(7) αφέντη μου;
- Βουλιέμαι να περάσω.
Βουλιέμαι στον Άγιο Θόδωρο, στον Άγιο Κωσταντίνο.
Στον Άη-Νικόλα τον ξακουστό, βουλιέμαι να περάσω.
Κλωτσιά ΄δωσε στον μαύρο του πέρασε και πάει.
Χίλιοι πεζοί τον κυνηγούν, τρακόσιοι αλογαραίοι(8)
και ουδέ πεζοί τον έφταναν κι ουδέ αλογαραίοι,
μον τα σπαθιά τους έλαμπαν κι ο κορνιαχτός(9) κατόπι(10).

Ερμηνευτικά
1. καλιγώνω: πεταλώνω.
2. πεταλίτσι: το πέταλο.
3. καρφίτσι: το καρφί.
4. πόκρουε: χτύπαγε
5. ταχιά: αύριο, την επομένη.
6. πόρος: στενή διάβαση, πέρασμα ποταμού, διαβατό μέρος.
7. βουλιέμαι: επιθυμώ πολύ, θέλω
8. αλογαραίοι: καβαλαραίοι
9. κουρνιαχτός: η σκόνη, το χώμα του δρόμου που σηκώνεται από το περπάτημα.
10. κατόπι: μετά απ’αυτόν.

6 Οκτ 2007

5

Αφέντης μας εδιάβαινε ΄πό μάρμαρο γεφύρι,
΄πο σίδηρο ήταν τ’ άλογο με τη χρυσή τη σέλα,
κι όσα άστρα ΄ναι στον ουρανό κουμπιά στον φερεντζέ(1) του
κι’ όσα πουλιά πετούμενα στη σέλα του γραμμένα.
Ένα πουλί, τρανό πουλί το ράϊο(2) το γεράκι(3),
πως ράϊασε(4) και πέτασεν και πάει σ’ κυράς το γόνα
να τη σμπουριάσ΄(5) αντριέπεται(6), να συντηχίσ΄(7) φοβάται
Γυρνά η κυρά και το ρωτά, γυρνά και το ξετάζει:
- Πουλάκι μ’ πούναι αφέντης σου, γεράκι μ’ πούναι αγάς(8) σου
- Αφέντης μ’ πάει στον πόλεμο, αγάς μου πάει στον κούρσο,
ο πόλεμος είν’ για το φλουρί κι ο κούρσος(9) για τ' ασήμι.
Σινιά(10) σινιά να τα μετρούν, σεντούκια να τα βάζουν
σεντούκια χρυσοκέντητα κι αργυροκλειδωμένα.
Και χώσει το χεράκι σου στον αργυρό το τζιόπη
κι βγάλε την κισίτσα σου τη μαλαμοσυρμένη.
Βρε λύσε την, βρέ δέσε την, κέρνα τα παλικάρια,
κέρνα στα παλικάρια, κέρνα τα κι αυτά τα παλικάρια
ν’ ανοίξουν οι λαλίτσες τους, να πούν κι άλλο τραγούδι.

Ερμηνευτικά:
1. φερετζές: ειδικό κάλυμα (καπέλο) της κεφαλής που καλύπτει και το πρόσωπο.
2. ράϊο: επίθετο, ιωνικός τύπος του ράδιος, έτοιμος, εύκολος.
3. γεράκι: όπως είναι γνωστό τα γεράκια εξημερώνονται και μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο κυνήγι άλλων ζώων.
4. ραϊζω: ανακουφίζομαι, συνέρχομαι από αρρώστεια.
5. σμπουριάζω: λέω κάτι, απαντώ.
6. αντριέπεμαι: ντρέπομαι
7. συντυχαίνω: από τύχη βρίσκομαι μαζί
8. αγάς: τούρκικος τίτλος που εδίδετο στους στρατιωτικούς και πολιτικούς υπαλλήλους.
9. κούρσος: επιδρομή αρπαγής από θάλασσα, κουρδάρος: ληστής της θάλασσας.
10. σινιά: χαμηλά τραπεζάκια κατασκευασμένα με τέχνη, ελαφριά στην μετακίνηση. Πάνω τους έβαζαν συνήθως φαγητά για ένα – δυό άτομα.
11. κισίτσα: το πορτοφόλι.

4 Οκτ 2007

4

Ήρθαμε στον αφέντη μας τον πολυχρονημένο.
Δεν πρέπει σεν’ αφέντη μας σε τέτοια χώρα νάσαι,
μον πρέπει σεν’ αφέντη μας στης Πόλης τα παλάτια,
να σε τιμούν οι άρχοντες κι όλα τα παλικάρια,
να ορίζεις χίλια κάτεργα και δεκαοχτώ καστρίτσια.
Να ορίζεις και τη Βενετιά, να ορίζεις και την Πόλη,
τη Βενετιά για το φλουρί, τη Πόλη για τ’ ασήμι.
Κει π’ κοσκινίζουν τα φλουριά κι δερμονίζουν τ’ άσπρα
κι αυτά τα κοσκινίσματα στο τζιόπη σου να βάνεις
κι αυτά τα δερμονίσματα στον κόρφο σου να βάνεις.
Σινιά σινιά να τα μετρούν, σεντούκια να τα βάζουν
σεντούκια χρυσοκέντητα κι αργυροκλειδωμένα.
Και χώσει το χεράκι σου στον αργυρό το τζιόπη
κι βγάλε την κισίτσα σου τη μαλαμοσυρμένη.
Βρε λύσε την, βρέ δέσε την, κέρνα τα παλικάρια,
κέρνα στα παλικάρια, κέρνα τα κι αυτά τα παλικάρια
ν’ ανοίξουν οι λαλίτσες τους, να πούν κι άλλο τραγούδι.
Εμείς σας τραγουδήσαμε κι ο Θεός μέρες να δίνει.

20 Αυγ 2007

3

Σηκώσ’ απάν’ αφέντη μας κι κάτσε στο θρονί σου,
και πάρε τη ροδόσταμνα και νίψ’ το πρόσωπό σου
και χώσε το χεράκι σου στον αργυρό το τζιόπη
και βγάλε χρυσομάντηλο, σφουγγίσ’ το πρόσωπό σου.
Αφέντη μ’ τα γραμματικά σ’ διαβάζουν τα χαρτιά σου.
Αφέντη μου στην τάβλα σου χρυσή καντήλα λάμπει,
σαν βάλεις λάδι και κερί, λάμπει το μαχαλά σου
σαν βάλεις και περ’σότερο, φέγγει για την ζωή σου.
Τα μοναστήρια σήμαναν κι εκκλησιές σου λάμπουν.

18 Αυγ 2007

Χριστός γεννήθκεν

Βρε ν’ άνξετε τις πόρτες σας (2)
για νάρθει η Παναγιά μας (2)
Βρε ν’ έρχεται η Παναγιά (2)
με το Χριστό στην αγκαλιά (1)
με το σταυρό στα χέρια (1)

Χριστός γεννήθκεν, χαρά στον κόσμο,
χαρά στον κόσμο, στα παλικάρια,
στα παλικάρια, στην Παναγιά μας
στην Παναγιά μας την Θεοτόκο
την Θεοτόκο που κοιλοπόνα
που κοιλοπόνα και αη-παρακάλει
κι’ αη-παρακάλει τους Αποστόλους
τους Αποστόλους, τους Αρχαγγέλους:
- Ω Αποστόλοι μ’ κι Αρχαγγέλοι μ’
βοήθησε Θέ μου τούτην την ώρα
τούτη την ώρα τη βλογημένη
τη βλογημένη και δοξασμένη.
Άγγελος πάει μάμες να φέρει
μάμες να φέρει τ’ Αμιραπασά1.
Όσο να πάς κι όσο νάρθεις
Χριστός γεννήθκειν, χαρά στον κόσμο,
η Παναγιά μας ελευθερώθκεν.
Χριστός επέσεν, στις δάφνες ΄πέσεν.
Σαν ήλιος λάμπει, σα νιό φεγγάρι.
Να ζει και νάναι κι ο νοικοκύρης
με τα παιδιά του με τ’ ανέχειά του.

Ερμηνευτικά:
1.Αμιρα πασάς: λέξη σύνθετη.
Αμιράς = στρατηγός, διοικητής. Πασάς = τοπάρχης, διοικητής περιφέρειας.

14 Ιουν 2007

1. Χριστούγεννα Πρωτούγενα

Χριστούγεννα Πρωτούγενα ΄πόψε Χριστός γεννιέται,
γεννιέται κι’ ανατρέφεται κι ο κόσμος δεν το γνώθει(1),
ο κόσμος κι τα κλούμπινια κι τ’ βασιλιά η(2) αϊτός(3) του.
Τα δυο(4) βαγγέλια διάβαζαν κι οι απόστολοι ψέλνουν,
και ψέλνοντας διαβάζοντας Χριστός σα δέντρο ξέειρεν(5).
Ο δέντρος ήταν η Αϊ Χριστός και τα κλωνάρια τ΄ Άγια
και τ’ αργυρά φυλλίτσια του ήταν οι προφητάδες.
Προφήτευαν κι έλεγαν για τ' Άη Χριστού τα πάθη.
Χριστέ μου Συ, Χριστέ μου Συ, Χριστέ μου αληθιανιέ μου,
Χριστέ μου, ΄ντα(6) σε σκέντζευαν(7) οι άνουμοι Ουβραίοι(8).
Σε σκέντζευαν, Σε σταύρωναν ουπάν(9) στο σταυροδρόμι
κι’ έτρεχε το αίμα Σου σα σιγανό ποτάμι
κι η μάνα Σου το σφούγγιζε, μ’ ένα λευκό μαντήλι.
Βολές – βολές το σφούγγιζε, βολές μοιρολογούσε:
- Κρίμα στο γιόκα μ’ τον καλό, στο γιόκα μ’ τον αφέντη,
πόχει το στόμα μάλαμα, τη γλώσσα ασημένια,
κι από το στόμα Τ’ έτρεχε όλο μέλι και γάλα.
Χριστός μας αναστήθηκε κι πάει απάν’ ουράνια,
κι απόψε θέλει να κατέβει στης εκκλησιάς τις πόρτες
να στρώση το στρωματάκι το μπροστά στο Άγιο Βήμα
να γονατίσει να δικοκρίνει όλους τους Χριστιανούς Του,
να κάψει θύμιο(10) και κερί όλους τους πεθαμένους
να κάψει και περισσότερο όλους τους κολασμένους.

Ερμηνευτικά:
1. Γνώθω: γνωρίζω, αισθάνομαι, καταλαβαίνω.
2. η: πολλές φορές στ’ αρσενικά χρησιμοποιείται το άρθρο η αντί του ο.
3. αϊτός: χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία. Προφανώς πρόκειται για βασιλική εξουσία, που είχε σύμβολο τον αϊτό, κι εδώ για τον Ηρώδη, βασιλέα της Ιουδαίας και τον Καίσαρα Αύγουστο, αυτοκράτορα της Ρώμης.
4. Τα δυο βαγγέλια: πράγματι την γέννηση του Χριστού διηγούνται οι δύο ευαγγελιστές Ματθαίος και Λουκάς, δεν αναφέρονται στην γέννηση ο Μάρκος και ο Ιωάννης.
5. ξέειρεν: έπεσε, από πάνω κάτω. Το ρήμα (γ)έρνω, αόρ. ξέ(γ)ειρα, παραλείπεται το γράμμα γ.
6. ντά: όταν.
7. σκεντεύω: τυραννώ, επιβάλλω μαρτύρια.
8. Ουβραίοι: Εβραίοι.
9. Ουπάν: επάνω.
10. Θύμιο: θυμίαμα.

9 Ιουν 2007

Πρόλογος Μόσχου Τερζίδη 3/3

Ο χορός ήταν μια ομαδική εκδήλωση. Πιάνονταν συνήθως από τα ζωνάρια, με σταυρωτά τα χέρια ή από τα μεσαία δάχτυλα των χεριών. Υπήρχαν πολλές παραλλαγές χορού, από τον «ντιούζικο» - στρωτός θα πει – μέχρι την «μπαϊντούσα» που ήταν γεμάτος κίνηση, πηδήματα και κούραση. Εκτός από το τραγούδι, πολλές φορές ακούονταν και οι φωνές των χορευτών με επιφωνήματα χαράς. Στον χορό πιάνονταν πολλοί, χόρευαν με ομοιόμορφα βήματα όλοι, δεν ήταν προνόμιο των πρώτων. Πάντως ήταν τιμή για τον πρώτο να σέρνει τον χορό και πολλές φορές γίνονταν καυγάδες ποιος θα σύρει τον χορό. Αγόρια και κορίτσια πιάνονταν ανακατεμένα και κατά προτιμήσεις φιλίας ή συγγένειας ο χορός συνεχιζόταν με τα τραγούδια των κοριτσιών και με διαλείμματα. Ώσπου το απόγευμα άρχιζαν να καταφθάνουν πρώτα οι μανάδες κοριτσιών και αγοριών, για να δουν το χορό, ν’ ακούσουν τα τραγούδια και προπαντός να παρακολουθήσουν μ’ ενδιαφέρον με ποιόν «χοράτεψε» σήμερα η κόρη της, ποιος της έκανε την τιμή να χορέψει μαζί της. Μα και οι μάνες των αγοριών το ίδιο παρακολουθούσαν. Ποια τραγουδάει καλά, ποια έχει χρυσοστολισμένα ρούχα, ποια καλή συμπεριφορά.
Καθισμένες στα χορτάρια ή σε πέτρες, κάτω από δέντρα ή σε μια σκιά, μανάδες και γιαγιάδες παρακολουθούσαν τον χορό.
Αργότερα καταφθάνει, στις μεγάλες γιορτές και ο γαϊτατζής, με όλη την μεγαλοπρέπεια φουσκώνει την γκάιντα, δοκιμάζει και τον «μπούρο» και αρχίζει ο χορός για τα καλά. Πρώτα τραγούδι και γκάιντα εναλλάσσονται. Από τα μαγαζιά ξεσηκώνονται οι νιόπαντροι, οι μερακλήδες στο χορό, που δεν κρατιόνται, τρέχουν πιάνονται με τα νιάτα, κοντά στ’ αδέλφια τα μικρότερα, οι αδερφές στους αδερφούς. Τώρα παίζει μόνο η γκάιντα.
Ο χορός έχει κορυφωθεί, οι χορευτές έχουν ιδρώσει, βρίσκονται σε μια έκσταση, χορεύουν πηδηχτά, χτυπούν πόδια, τινάζουν κορμιά, κεφάλια, χέρια πίσω μπρος, κάθονται απότομα, σηκώνονται τρέχουν γοργά, γρήγορα.
Αλλά ο ήλιος πάει να βασιλέψει, τα πρώτα μουγκρητά ακούστηκαν, είναι η αγέλη του χωριού που γυρίζει από την βοσκή. Ένα δυνατό σφύριγμα απ’ όλα τα αγόρια και ο χορός διαλύεται. Τα κορίτσια δυο δυο φεύγουν, κάποτε τα συνοδεύουν τα αγόρια μέχρι το σπίτι τους.

5 Ιουν 2007

Πρόλογος Μόσχου Τερζίδη 2/3

Το τραγούδι κι ο χορός ήταν μια εκδήλωση εσωτερική, μια ανάγκη. Δεν ήταν η απλή ψυχαγωγία. Χορός γινόταν κάθε Κυριακή και κάθε μεγάλη γιορτή που ήταν αργία, εκτός από τις Κυριακές της μεγάλης Σαρακοστής (εφ’ όσον το επέτρεπε ο καιρός).
Με το μεσημεριανό φαγητό, που συνήθως γινόταν νωρίς, οι κοπέλες του χωριού και τα αγόρια μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού. Πρώτα έκαναν την εμφάνιση τα αγόρια, παρέες – παρέες, συζητώντας για τις δουλειές και τα προβλήματά τους. Σε λίγο πρόβαλαν οι κοπέλες συνήθως δυο – δυο. Ήταν έθιμο η κάθε κοπέλα νάχει τη «συντρόφισσά της», τη φιλενάδα της, αχώριστες μέχρι να παντρευτούν. Σπάνια να χωρίσουν δυο φιλενάδες. Τα αγόρια τις υποδέχονταν με σφυρίγματα και εκδηλώσεις χαράς. Εκεί άρχιζαν συζητήσεις παρέα αγόρια και κορίτσια.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ηλικία γάμου ήταν από τα 16 μέχρι 20 χρονών. Επίσης η συναναστροφή αγοριών και κοριτσιών καθόλου δεν παρεξηγιόταν. Μάλιστα η αγάπη ήταν κάτι το ανώτερο σεβαστό απ’ όλους. Όχι μόνο δεν εθεωρείτο κακό το κορίτσι να αγαπά κάποιον, να σχετίζεται, μάλιστα ήταν τιμή και περηφάνια. Γνωστό σε όλο το χωριό κι’ όλοι το σέβονταν.
Κουρασμένα από τις αγροτικές γεωργικές δουλειές τ’ αγόρια, όλη τη βδομάδα στα χωράφια και στα λιβάδια, περίμεναν πως και πότε θα φτάσει η Κυριακή να πάνε στο χορό. Τα κορίτσια πάλι με τον αργαλειό, το κέντημα όλη μέρα κλεισμένα στο σπίτι, δεν περίμεναν και εκείνα λιγότερο.
Την Κυριακή, μετά το μεσημεριανό φαγητό άρχιζαν οι ετοιμασίες για την έξοδο. Να καλοχτενίσουν τα μαλλιά τους, να αλλάξουν τα ρούχα, να φορέσουν τα γιορτινά. Και με την συντρόφισσα τους, όπως λέγανε την φιλενάδα, να βγουν στο «μεσοχώρι», στη πλατεία. Μα κει θα είχαν πάει νωρίτερα τ’ αγόρια, τις περίμεναν. Και μόλις φαίνονταν, δεν ήξεραν πώς να φανερώσουν την χαρά τους. Πολλές φορές τις υποδέχονταν με σφυρίγματα και φωνές. Κι’ όταν έφταναν άρχιζαν την πρώτη επαφή: μια ανασκόπηση για τις δουλειές της εβδομάδας, τα γεγονότα του χωριού και λίγο «κουτσομπολιό». Σε λίγο θάβλεπες, αποτραβηγμένα από το πλήθος, σε μια άκρη, στη σκιά ενός δέντρου ένα αγόρι κι’ ένα κορίτσι, ή το πολύ δύο κορίτσια και δύο αγόρια, να σιγανοκουβεντιάζουν ώρες ατελείωτες. Ξάφνου την ησυχία και ηρεμία του δειλινού διέκοπταν από ένα τραγούδι. «Παλικάρια όλα ίσα και ψηλά σαν κυπαρίσσια, να μη λάχει και παντρευτείτε γιατί θα μετανοηθείτε».
Τον κάθε στίχο επαναλάμβαναν δυο άλλα αγόρια. Έτσι πρώτα δυο δυο άρχιζαν το τραγούδι χωρίς καμιά παρόρμηση, αλλά γιατί έτσι αισθάνονταν. Τέσσερα – πέντε αγόρια, πιασμένα από τα ζωνάρια με σταυρωτά τα χέρια, άρχιζαν να χορεύουν τον «ντιούζικο» δηλ. τον στρωτό, τον συρτό σαν να λέμε. Σε λίγο έμπαιναν και τα κορίτσια και τότε γινόταν ένας τεράστιος κύκλος με αγόρια και κορίτσια ανάκατα, ανάλογα με τις συμπάθειες, αϊγόρα κοντά στην αϊγορή, ξάδερφος κοντά στην ξαδέρφη, γείτονας κοντά στην γειτόνισσα και χόρευαν.

1 Ιουν 2007

Πρόλογος Μόσχου Τερζίδη 1/3

Ας μη μας φανεί παράξενο, πως ένας λαός, μακριά από τα πνευματικά κέντρα του ελληνισμού, με ελάχιστους ανθρώπους να γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή, με γυναίκες εντελώς αναλφάβητες, κατόρθωσε να καλλιεργήσει και να διατηρήσει, έναν πλούτο από δημοτικά τραγούδια για κάθε περίσταση.
Ο άνθρωπος πριν ακόμα μάθει να γράφει, από τα πανάρχαια χρόνια, με στίχους και ρυθμούς τραγουδούσε και χόρευε τη χαρά και την λύπη, τις προσδοκίες και τις αγωνίες του. Παρακλήσεις και ύμνους στους θεούς, ξεσπάσματα χαράς και θρήνων, συνδυασμένα με μουσική και χορό.
Μα και τις περισσότερες εργασίες του με τραγούδι τις συνόδευε, για να παίρνει δύναμη και να ξεχνά τον κάματο της ημέρας. Και στις μέρες μας ακόμα, πολλές φυλές πρωτόγονων ανθρώπων, ενώ δεν έχουν καθόλου δημιουργήματα του γραπτού λόγου, όμως αγαπούν την ποίηση. Έχουν πλάσει, απομνημονεύουν και απαγγέλλουν στίχους με τραγούδια και χορό σε πολλές περιστάσεις της ζωής τους.
Μα και τα μικρά παιδιά πολύ ευκολότερα απομνημονεύουν στίχους με μέτρο και ρυθμό και τους απαγγέλλουν, παρά ένα κείμενο σε πεζό λόγο, ένα παραμυθάκι.
Έτσι το τραγούδι ήταν και είναι η πιο βαθιά έκφραση της ανθρώπινης ψυχής. Με τη μουσική και το χορό ο άνθρωπος εξωτερικεύει τις διάφορες ψυχικές του καταστάσεις. Τον εξυψώνουν πνευματικά, τον εξευγενίζουν. Τέλος το τραγούδι του χαρίζει μια λύτρωση από τα πάθη και τις αντιθέσεις της ζωής, ξεσπά ο άνθρωπος, λέει τον καημό του, εξυψώνεται και φεύγει για λίγο από την πεζότητα της καθημερινής ζωής.
Παρόμοια δημιουργήματα είναι και τα τραγούδια που ακολουθούν. Όλα, μα όλα είναι τραγούδια που τραγουδούσαν σε διάφορες περιστάσεις της ζωής. Με μουσική κάπως ρυθμική, επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο, αρκετά λυπητερή, μα είναι ενός λαού που έζησε μέσα στους κινδύνους, στα βάσανα και στη σκλαβιά.
(Συνεχίζεται...)

5 Μαρ 2007

Η ζωή στα χωριά αυτά.

Από διηγήσεις περισσότερο, αλλά και από βιβλιογραφία παλαιότερων συγγραφέων – λαογράφων, ο πατέρας μου μάζεψε διάφορα στοιχεία από την ζωή στο Μεγάλο Μοναστήρι. Παρακάτω υπάρχουν κάποια τμήματα, όπου περιγράφεται μια μικρή ιστορική αναδρομή, η οργάνωση και η διοίκηση της κοινωνίας τους. Ανάλογη βέβαια πρέπει να ήταν και των υπόλοιπων χωριών.

« Η περιοχή αυτή ονομαζόταν Μηλεώνες και αργότερα Παρορία (κοντά στα σύνορα). Και πράγματι με τη συνθήκη του 1344 μεταξύ της δυναστείας των Παλαιολόγων και του τσάρου των Βουλγάρων Αλεξάνδρου, τα σύνορα είχαν οριστεί στη Διάμπολη, 30 χιλιόμετρα βορεινά του Μεγ. Μοναστηριού.
Από σύγχρονες πηγές είναι γνωστό ότι η ακραία βόρεια περιοχή, από τις αρχές του 14ου αιώνα, όταν βασίλευε ο Ανδρόνικος ο πρεσβύτερος είχε γίνει κέντρο ησυχαζόντων μοναχών. Είχαν σκήτες, κελλιά, κοινόβια και μοναστήρια (λάβρας) επάνω και γύρω σ’ ένα χωρίς όνομα βουνό, στην θέση Μεσομήλειο (στη μέση των Μηλεώνων). Μεταξύ των μοναστηριών αναφέρεται και η Κατακεκρυωμένη στην οποία εμόνασε ο περιώνυμος ησυχαστής και δάσκαλος Γρηγόριος Σιναΐτης, του οποίου τη βιογραφία έγραψε ο μαθητής του και κατόπιν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος (+1364). Ο Γρηγόριος καταγότανε από πλούσια αρχοντική οικογένεια. Έγινε μοναχός στο όρος Σινά. Από το Σινά μετέβη στην Παρορία μέσω της Σωζοπόλεως. Με μαθητές του έκτισε πάνω στο βουνό δικό του μοναστήρι, το οποίο όμως σε λίγο καιρό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει από επιδρομές ληστών και άλλων κακοποιών και να ξαναγυρίσει με τους μαθητές του στην Κωνσταντινούπολη.
Αργότερα όμως άλλαξε γνώμη και ξαναγύρισε στην Παρορία μέχρι τον θάνατό του. Με την θεοσέβειά του και την διδασκαλία του συγκέντρωσε πλήθος μαθητών, Έλληνες, Σέρβους, Βούλγαρους. Τότε, με τη μεσιτεία των Βουλγάρων μαθητών του, ο ορθόδοξος και ευσεβής τσάρος Ιβάν-Αλέξανδρος, βοήθησε τα μοναστήρια και έκτισε πύργο επάνω στο βουνό για άμυνα των μοναχών κατά των κακοποιών και δώρισε πολλά κτήματα για την συντήρηση των μοναστηριών.
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Γρηγορίου, αυτά τα ελληνικά μοναστήρια καταστράφηκαν από τους Τούρκους που προχωρούσαν τότε στην Βαλκανική. Οι τοποθεσίες αυτές των μοναστηριών, δεν είναι ακριβώς γνωστές, πάντως πρέπει να αναζητηθούν πάνω στο βουνό, στις νότιες πλαγιές του οποίου βρίσκονται το Μεγάλο και Μικρό Μοναστήρι, των οποίων τα ονόματα είναι ανάμνηση των μοναστηριών.
Το χωριό ήταν χτισμένο στις Νότιες πλευρές του βουνού. Το βουνό είχε τρεις κορυφές. Η μεσαία κορυφή ήταν η ψηλότερη, έφτανε τα 600 μέτρα. Στη κορυφή ήταν ένα πλάτωμα, σαν οροπέδιο και σ’ αυτό υπήρχαν ερείπια τειχών, τα οποία μαρτυρούσαν ότι κάποτε υπήρχε φρούριο, ίσως της βυζαντινής εποχής, ίσως και αρχαιότερης αφού εκεί βρέθηκαν αρχαία νομίσματα. Οι Τούρκοι ονόμασαν την κορυφή «Καλέ-μπαϊρ», βουνό του φρουρίου.
Το χωριό είχε μια εκκλησία αφιερωμένη στην «Κοίμηση της Θεοτόκου». Υπήρχαν ερείπια και από άλλες τρεις εκκλησίες, σώζονταν μόνο τα τείχη. Η εκκλησία ξαναχτίστηκε πάνω στα ερείπια προηγούμενης το 1893. Όπως γράφει ο τσέχος ιστοριογράφος Jirecek το βιβλίο του «Οδοιπορικό της Βουλγαρίας» μετάφραση στην βουλγαρική από τον Αργύρωφ, η παλιά εκκλησία ήταν χωμένη μέσα στην γη μέχρι τα μισά της και σκοτεινή. Οι τοίχοι της παλιάς ήταν ογκώδεις και μάλιστα με βυζαντινή λιθοδομία. Στο βόρειο τοίχο, στο κάτω μέρος, υπήρχαν θεμέλια, ακόμη πιο παλιάς, μεσαιωνικής. Την εκκλησία υπηρετούσαν, συνήθως τρεις ιερείς.»
Η καλλιεργήσιμη γη έφθανε τις 43.000 στρέμματα, ενώ η συνολική περιοχή (μαζί με τα δάση) έφθανε τις 129.000 στρέμματα. Το μεγάλο μέγεθος των εκτάσεων που κατείχε πρέπει να οφείλεται στο ότι οι εναπομείναντες κάτοικοι (από τις καταστροφές των Τούρκων) έγιναν κύριοι όλων των μοναστηριακών κτημάτων.
Το χωριό στα νεότερα χρόνια αποτελούσε δήμο και τη διοίκηση ασκούσε ο δήμαρχος με δωδεκαμελές Δημοτικό Συμβούλιο. Οι αιώνες δουλείας είχαν συσσωρεύσει πείρα στους δημοτικούς άρχοντες. Από ιστορική αναγκαιότητα ο δήμαρχος ήταν περιβεβλημένος με ευρύτερη εξουσία. Συνέτασσε φορολογικούς καταλόγους, εισέπραττε τους φόρους, επρότεινε τον διορισμό αγροφυλάκων, δασοφυλάκων και νυχτοφυλάκων. Έλυε τις μικροδιαφορές μεταξύ των κατοίκων, επέβαλε πρόστιμα για τυχόν παραβάσεις. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας προσλάμβανε δάσκαλους. Όριζε την προσωπική εργασία και φρόντιζε για την εκτέλεση κοινωφελών έργων και άλλα.
Το δημοτικό συμβούλιο συνεδρίαζε τακτικότατα, όμως κυρίαρχο σώμα ήταν η γενική συνέλευση των κατοίκων. Ο δήμαρχος καλούσε σε γενική συνέλευση τους χωριανούς για να πάρουν αποφάσεις. Ποιους θα διορίσουν – κάθε χρόνο – αγροφύλακες, δασοφύλακες, νυχτοφύλακες, αμπελοφύλακες, γελαδαραίους, βοϊδάδες, βοσκούς για τα μοσχάρια και τα πρόβατα και άλλες υπηρεσίες. Έπρεπε με γενική συνέλευση ν’ αποφασίσουν που θα καλλιεργήσουν σιτάρια και που ανοιξιάτικα. Με συνέλευση έπρεπε να αποφασίσουν το μέρος που θα κόψουν ξύλα για το δάσος. Πότε θ’ αρχίσει ο τρύγος, πότε θα φέρουν τα δεμάτια γι’ αλωνισμό. Όλα γίνονταν με τάξη και με κοινή απόφαση. Καλό το ότι άρχιζαν οι ίδιες αγροτικές εργασίες όλες μαζί. Για αρκετά χρόνια, σχεδόν μέχρι το 1940, έτσι γινόταν και στο Ν. Μοναστήρι.
Την γραφική υπηρεσία εκτελούσε ο γραμματέας του δήμου που ήταν γραμματέας – εισπράκτορας, μόνιμος δημόσιος υπάλληλος που διορίζονταν ύστερα από γραπτή εξέταση. Επίσης υπήρχε και βοηθός γραμματέα και κλητήρας.
Για την εκπαίδευση τώρα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δίδασκαν ανάγνωση, γραφή και θρησκευτικά γράμματα από το Ψαλτήρι, τον Οκτώηχο, τον Απόστολο, οι Ιερείς και Ιεροψάλτης. Τον δάσκαλο τον συμφωνούσαν οι πατεράδες με σιτάρι, μαζευόντουσαν σε ένα σπίτι 10 – 15 παιδιά (αγόρια) και μάθαιναν όλα τα παραπάνω.
Πρώτοι οι Καρυώτες και Καβακλιώτες ίδρυσαν κοινοτικό σχολείο περί το 1850. Μετά το 1872, με φροντίδα της ιερής μητρόπολης Αδριανουπόλεως άρχισαν να ιδρύονται κοινοτικά σχολεία και στα άλλα χωριά. Συστηματική όμως διοργάνωση των σχολείων και εφοδιασμός με κατάλληλο διδακτικό προσωπικό έγινε την περίοδο του αυτονομιακού καθεστώτος, 1879 – 1885, τότε μάλιστα διορίστηκε και ειδικός επιθεωρητής από την πολιτεία.
Το 1906 οι Βούλγαροι διώξανε τους Έλληνες δασκάλους, απαγόρευσαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και με βουλγάρους δασκάλους επέβαλαν την διδασκαλία της βουλγαρικής. Μάλιστα για να πετύχουν το έργο τους – τον εκβουλγαρισμό δηλαδή των κατοίκων – ανακαίνισαν το παλαιό διδακτήριο, έφεραν βούλγαρους δασκάλους που μίλαγαν και την ελληνική, έδωσαν νέα εκπαιδευτικά προγράμματα με όλα τα διδασκόμενα μαθήματα, δωρεάν βιβλία των μαθημάτων και πολλά εποπτικά μέσα διδασκαλίας. Παρ’ όλα αυτά διατηρήθηκε η ελληνική παιδεία, όπως επί Τουρκοκρατίας, δηλαδή με κρυφά σχολεία.

4 Μαρ 2007

Τα χωριά της Θράκης

Τα κείμενα τα οποία ακολουθούν είναι από ένα βιβλίο του πατέρα μου, «Οι Μοναστηριώτες» που εκδόθηκε το 1980.

Τη Βόρειο Θράκη ή αλλιώς Ρωμυλία, την διασχίζουν τρεις ποταμοί. Ο Άρδας, ο Τόντζος ή Τούντζια όπως τον έλεγαν οι δικοί μας και ο Έβρος ή Μαρίτσα. Οι τρεις ποταμοί ενώνονται κοντά στην Αδριανούπολη και κατεβαίνουν στο Αιγαίο πέλαγος με το όνομα του Έβρου.
Ανάμεσα στα όρη Καραντζά – ντάγ (όρη των Ελάφων) και της Στράντζας, περνά από Βορρά προς Νότο, ο Τόντζος και σχηματίζεται ένα λεκανοπέδιο. Γύρω από τους πρόποδες των βουνών, σαν σε ημικύκλιο, ήτανε χτισμένα δώδεκα χωριά, που τα κατοικούσαν Έλληνες από πανάρχαιους χρόνους. Τα χωριά αυτά ήταν τα εξής: Καβακλή, Καρυές, Μεγάλο και Μικρό Μοναστήρι, Σιναπλή, Δογάνογλη, Τσικούρκιοι, Δράμα, Άκ-Μπουνάρ, Μεγάλο Βογιαλίκι, Μικρό Βογιαλίκι και Μουρανταλή.
Παλαιότερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, υπήρχαν περισσότερα ελληνικά χωριά, περίπου σαράντα. Όμως, από τις επιδρομές των Τούρκων ληστών Κυρτζαλήδων, αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν και να φύγουν στα γύρω κεφαλοχώρια για ασφάλεια.
Έλληνες υπήρχαν και στα χωριά Μενέτσοβο, Γκέρντεμε, Γκλαβάνι, και άλλα. Οι κάτοικοι των δώδεκα χωριών ονομάζονταν από τους άλλους Θρακιώτες Καρυώτες, από το χωριό Καρυές, που υπήρξε πρωτεύουσα της Ελληνικής επαρχίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Από την απελευθέρωση της χώρας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1878) υπάγονταν στην επαρχία Καβακλή με πρωτεύουσα το ομώνυμο χωριό.
Ο αριθμός των κατοίκων των μνημονευθέντων 12 ελληνικών αμιγών κωμοπόλεων και χωριών, κατά τους υπολογισμούς της Ιεράς Ελληνικής μητροπόλεως Φιλιππουπόλεως το 1900, περνούσε τις 20 χιλιάδες. Από έναν συνοπτικό πίνακα που άφησε ο Καβακλιώτης Γκέτας Τζοβαρόπουλος, ο οποίος ήταν αντιπρόσωπος στην επιτροπή μεταναστεύσεως και αργότερα νομάρχης του Νομού Πέλλης και κράτησε ονομαστικό κατάλογο, βρίσκουμε ότι ξεπερνούσαν τις 30000 ψυχές, διότι οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν με κλήρο στην Ελλάδα έφτασαν τις 7.383.
1. Καβακλή
Ωραία κωμόπολη με 9 χιλιάδες κατοίκους. Όταν απελευθερώθηκε η χώρα από την Τουρκική αυτοκρατορία, το 1978, έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας και είχαν έδρα όλες οι διοικητικές αρχές. Επειδή όμως κατά την περίδο του αυτονομιακού καθεστώτος, 1879 – 1885 ανέπτυξε πλούσια εθνική – ελληνική δράση, το 1900, η κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πέττκο Καραβέλωφ, μετέφερε την έδρα της επαρχίας στο μικρό βουλγάρικο χωριό της περιφέρειας, Καζίλ – αγάτς.
Βούλγαροι μόνιμοι κάτοικοι μέχρι το 1900 δεν υπήρχαν, εκτός από τους λίγους δημόσιους υπάλληλους, που κι’ αυτοί έπρεπε να γνωρίζουν κατά προτίμηση την ελληνική, για να διοριστούν. Από το 1900 και μετά άρχισαν να εγκαθίστανται αλλά όμως μέχρι το 1924 δεν ξεπέρασαν ποτέ τους 60. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ζούσαν και Τούρκοι οι οποίοι όμως σιγά – σιγά έφυγαν γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν μέσα στους Έλληνες.
2. Καρυές
Ήταν η αρχαιότερη και σπουδαιότερη κωμόπολη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η περισσότερο γνωστή.
Μετά τους Καβακλιώτες, οι Καρυώτες ήταν οι περισσότερο κοινωνικά μορφωμένοι γιατί ταχτικά ξενιτεύονταν και πολλοί ασχολούνταν με το εμπόριο.
Οι Καρυές ήταν η δεύτερη σε πληθυσμό, 4.000 και δεύτερη σε σπουδαιότητα μετά το Καβακλή. Οι κάτοικοι ήταν μόνο Έλληνες. Βούλγαροι προσπάθησαν να εγκατασταθούν, αλλά δεν κατάφεραν να μείνουν. Οι Καρυώτες συντηρούσαν τετρατάξιο Δημοτικό σχολείο αρρένων με 200 μαθητές και 2 δασκάλους. Επίσης Νηπιαγωγείο με 50 νήπια και μια δασκάλα. Είχε μια παλιά εκκλησία, την Αγία Παρασκευή.
3. Μεγάλο Μοναστήρι
Μεγάλο χωριό που ήταν χτισμένο στους πρόποδες ενός τρίκορφου βουνού που είχε το όνομα (Μοναστήρ-Μπαϊρ). Στην ψηλότερη κορυφή, σώζονταν ερείπια αρχαίου φρουρίου που είχε το όνομα Καλέ – Μπαϊρ (φρούριο του όρους). Είχε περί τους 1600 κατοίκους. Συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο αρρένων, με 50 μαθητές και 2 δασκάλους. Είχε παλαιά εκκλησία που ξαναχτίστηκε το 1893 με τρεις παπάδες. Ήρθαν στην Ελλάδα, με ανταλλαγή πληθυσμών από το 1906 μέχρι το 1925. Εγκαταστάθηκαν γεωργοί στα Τρίκαλα Βεροίας και στο Ν. Μοναστήρι. Περισσότερα για το Μεγάλο Μοναστήρι ακολουθούν μετά την αναφορά στα χωριά.
4. Μικρό Μοναστήρι
Μεγάλο χωριό, μαζί με την Δράμα και Τσικούρκιοι αποτελούσαν ένα Δήμο. Είχε 1060 κατοίκους. Συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο αρρένων με 45 μαθητές και 2 δασκάλους. Μια εκκλησιά με 3 παπάδες. Το χωριό λέγονταν και Αρβανίτες, ίσως οι κάτοικοί του να προέρχονταν από την Ήπειρο.
5. Σιναπλή
Χωριό που περνούσε ο παραπόταμος του Τόντζου ο Γιαούζ – ντερέ και αποτελούνταν από τρεις συνοικίες. Αριθμούσε 1800 κατοίκους και συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο με 130 μαθητές – άρρενες και 2 δασκάλους.
6. Δογάνογλου
Χωριό με πολλά νερά, αριθμούσε 800 κατοίκους. Συντηρούσε Δημοτικό Σχολείο με 50 μαθητές και 2 δασκάλους και με εκκλησία μ’ έναν παπά.
7. Τσιουκούρ –κιοϊ (Τσιουκούρκιοϊ)
Χωριό σε κατάφυτη τοποθεσία, αριθμούσε 834 κατοίκους, συντηρούσε κι αυτό Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.
8. Δράμα
Χωριό που κατοικήθηκε από Μοναστηριώτες το 1885. Μέχρι τότε το κατοικούσαν Τούρκοι, αλλά μετά την απελευθέρωση της χώρας, οι Τούρκοι μετανάστευσαν και τα κτήματά τους τα αγόρασαν Μοναστηριώτες. Είχε μια εκκλησία κι ένα παπά.
9. Ακ-Μπουνάρ
Χωριό στις πλαγιές αμμόλοφου, αριθμούσε 780 κατοίκους. Συντηρούσε κι αυτό τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.
10. Μεγάλο Βογιαλίκι
Μεγάλο χωριό με 1500 κατοίκους. Είχε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο με 150 μαθητές και 2 δασκάλους, μια μεγάλη εκκλησία με 4 παπάδες.
11. Μικρό Βογιαλίκι
Βρίσκονταν βορινά από το Μεγάλο Βογιαλίκι, χωριό με 800 κατοίκους συντηρούσε κι αυτό Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.
12. Μουρανδαλή
Χωριό που βρίσκεται βορειοδυτικά απ’ τα Βογιαλίκια. Αριθμούσε 700 κατοίκους, συντηρούσε κι αυτό Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.

Οι κάτοικοι των χωριών αυτών εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα από το 1906 μέχρι το 1925. Οι λόγοι ήταν οι προσπάθειες εκβουλγαρισμού τους από το βουλγάρικο σχολείο, την εκκλησία και την κατάταξη στον βουλγάρικο στρατό. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τα πράγματα ήταν ακόμη δυσκολότερα γιατί οι περισσότεροι υπηρετούντες στο στρατό από τα χωριά αυτά, αυτομόλησαν και κατετάγησαν στον Ελληνικό. Έτσι, κατά την εφαρμογή της συνθήκης του Νεϊγύ του 1924, για ανταλλαγή των μειονοτήτων θεληματικά, καμμιά αντίρρηση δεν προβλήθηκε στην αρμόδια επιτροπή για τις αθρόες δηλώσεις «περί εκούσιας μεταναστεύσεως» στην μητέρα Ελλάδα.
Τα χωριά τα οποία πήγαν, ήταν πολλά. Μερικά από αυτά είναι το Νέο Καβακλή και Ξυλογανή της Κομοτηνής, οι Νέες Καρυές Λάρισας, Μοναστήρι Λάρισας (Σαλασλάρ), Τρίκαλα Βέροιας, Ν.Μοναστήρι, Ζορμπά – Μικρό Μοναστήρι Θεσσαλονίκης, Αλήφακα – Καρυές Δομοκού κλπ. Από ένα συνοπτικό πίνακα που άφησε ο Καβακλιώτης Γκέτας Τζοβαρόπουλος, ο οποίος ήταν αντιπρόσωπος στην επιτροπή Μεταναστεύσεως και αργότερα νομάρχης του Νομού Πέλλης και κράτησε ονομαστικό κατάλογο, βρίσκουμε ότι ο συνολικός αριθμός των προσφύγων είναι περί τις 30 χιλιάδες ψυχές, ενώ οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν με κλήρο στην Ελλάδα έφτασαν τις 7383.