30 Μαρ 2008

20

Μια περδικίτσα μας χρυσή τα εννιά κουδούνια αλλάζει
τα τριά λαλούσαν το ταχιά, τα τριά το μεσημέρι
τα τριά πααίνουν κι έρχονται για προξενιά στην Πόλη.
Ρωτούσαν κι καλά ρωτούν που νάβρουν τέτοια κόρη,
τέτοια ψηλή, τέτοια λιγνή και τέτοια μαυρομάτα.
Εδώ σ’ αυτόν τον μαχαλά στον άλλο παρακάτω
εδώ ΄ναι τέτοια λυγερή και τέτοια μαυρομάτα
τέτοια ψηλή, τέτοια λιγνή και τέτοια μαυρομάτα.
Ψηλή, λιγνή σαν το βεργί, ομοιάζει το καλάμι.
Αυτή έχει κορμί για χάμουχα(1) και μέση για ζουνάρι
κι αυτή έχει τον άσπρο τον λαιμό για κίτρινο γκιρντάνι
αυτή έχει το ίσιο το τσιακάκι(2) για το μαργαριτάρι.
Σαν το δικό της το κορμί μηλιά είδα ΄γω στην Πόλη,
και κυδωνιά στον Γαλατά με τ' ασημένια φύλλα.

Ερμηνευτικά:
1. χάμουχας: πολυτελέστατο πανωφόρι
2. τσιακάκι: το μέτωπο

9 Μαρ 2008

19

Κουράσιο(1) εστολίζεταν Σαββάτο όλη μέρα,
στολίδια δεν απόσωναν να την αποστολίσουν
και το ταχιά(2) την Κυριακή στην εκκλησιά να πάει.
Απ’ το τσιοσμέ(3) εδιάβηκεν, πούταν τα παλικάρια,
στη μια μεριά ήταν δώδεκα, στην άλλη δεκαπέντε
και πέρασεν τα δώδεκα κι πάει στα δεκαπέντε.
Καλ’ μέρα δεν τους έδωσε, πολλή καλ’μέρα νάχει.
Βρε ιδέ την ασημόβεργα τ’ν ασημοζυμωμένη,
πως στέκει, πως λυγίζεται, καλ’μέρα δεν μας δίνει,
καλ’μέρα δεν μας έδωσε πολλή καλ’μέρα νάχει.
Αυτή δεν είν απ’ άνθρωπο, π’ ανθρώπους καμωμένη
αυτή είναι ΄πο τους ουρανούς καγκελοτουρνεμένη(4).
Στα σύννεφα εκρύβεται να μη παρβασκουρσέψει(5),
τα σύννεφα εσκόρπισαν κι η κόρη φανερώθ’κεν.
Όσοι ρωμιοί την έβλεπαν το «Κύριε ελέησον» λέγουν
κι όσοι Τουρκιά κι αν άκουσαν, το σαλαβάτι6 κάνουν.

Ερμηνευτικά:
1. Κουράσιο: η κοπέλα, η κορασίδα
2. ταχιά: αύριο
3. τσιοσμές: βρύση που παίρνει νερό όλο το χωριό
4. καγκελοτουρνεμένη: μεταφορική έννοια, ομορφοφκιασμένη
5. παρβασκουρσέψει: παραστρατίσει ηθικά
6. σαλαβάτι: προσευχή