5 Ιουν 2007

Πρόλογος Μόσχου Τερζίδη 2/3

Το τραγούδι κι ο χορός ήταν μια εκδήλωση εσωτερική, μια ανάγκη. Δεν ήταν η απλή ψυχαγωγία. Χορός γινόταν κάθε Κυριακή και κάθε μεγάλη γιορτή που ήταν αργία, εκτός από τις Κυριακές της μεγάλης Σαρακοστής (εφ’ όσον το επέτρεπε ο καιρός).
Με το μεσημεριανό φαγητό, που συνήθως γινόταν νωρίς, οι κοπέλες του χωριού και τα αγόρια μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού. Πρώτα έκαναν την εμφάνιση τα αγόρια, παρέες – παρέες, συζητώντας για τις δουλειές και τα προβλήματά τους. Σε λίγο πρόβαλαν οι κοπέλες συνήθως δυο – δυο. Ήταν έθιμο η κάθε κοπέλα νάχει τη «συντρόφισσά της», τη φιλενάδα της, αχώριστες μέχρι να παντρευτούν. Σπάνια να χωρίσουν δυο φιλενάδες. Τα αγόρια τις υποδέχονταν με σφυρίγματα και εκδηλώσεις χαράς. Εκεί άρχιζαν συζητήσεις παρέα αγόρια και κορίτσια.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ηλικία γάμου ήταν από τα 16 μέχρι 20 χρονών. Επίσης η συναναστροφή αγοριών και κοριτσιών καθόλου δεν παρεξηγιόταν. Μάλιστα η αγάπη ήταν κάτι το ανώτερο σεβαστό απ’ όλους. Όχι μόνο δεν εθεωρείτο κακό το κορίτσι να αγαπά κάποιον, να σχετίζεται, μάλιστα ήταν τιμή και περηφάνια. Γνωστό σε όλο το χωριό κι’ όλοι το σέβονταν.
Κουρασμένα από τις αγροτικές γεωργικές δουλειές τ’ αγόρια, όλη τη βδομάδα στα χωράφια και στα λιβάδια, περίμεναν πως και πότε θα φτάσει η Κυριακή να πάνε στο χορό. Τα κορίτσια πάλι με τον αργαλειό, το κέντημα όλη μέρα κλεισμένα στο σπίτι, δεν περίμεναν και εκείνα λιγότερο.
Την Κυριακή, μετά το μεσημεριανό φαγητό άρχιζαν οι ετοιμασίες για την έξοδο. Να καλοχτενίσουν τα μαλλιά τους, να αλλάξουν τα ρούχα, να φορέσουν τα γιορτινά. Και με την συντρόφισσα τους, όπως λέγανε την φιλενάδα, να βγουν στο «μεσοχώρι», στη πλατεία. Μα κει θα είχαν πάει νωρίτερα τ’ αγόρια, τις περίμεναν. Και μόλις φαίνονταν, δεν ήξεραν πώς να φανερώσουν την χαρά τους. Πολλές φορές τις υποδέχονταν με σφυρίγματα και φωνές. Κι’ όταν έφταναν άρχιζαν την πρώτη επαφή: μια ανασκόπηση για τις δουλειές της εβδομάδας, τα γεγονότα του χωριού και λίγο «κουτσομπολιό». Σε λίγο θάβλεπες, αποτραβηγμένα από το πλήθος, σε μια άκρη, στη σκιά ενός δέντρου ένα αγόρι κι’ ένα κορίτσι, ή το πολύ δύο κορίτσια και δύο αγόρια, να σιγανοκουβεντιάζουν ώρες ατελείωτες. Ξάφνου την ησυχία και ηρεμία του δειλινού διέκοπταν από ένα τραγούδι. «Παλικάρια όλα ίσα και ψηλά σαν κυπαρίσσια, να μη λάχει και παντρευτείτε γιατί θα μετανοηθείτε».
Τον κάθε στίχο επαναλάμβαναν δυο άλλα αγόρια. Έτσι πρώτα δυο δυο άρχιζαν το τραγούδι χωρίς καμιά παρόρμηση, αλλά γιατί έτσι αισθάνονταν. Τέσσερα – πέντε αγόρια, πιασμένα από τα ζωνάρια με σταυρωτά τα χέρια, άρχιζαν να χορεύουν τον «ντιούζικο» δηλ. τον στρωτό, τον συρτό σαν να λέμε. Σε λίγο έμπαιναν και τα κορίτσια και τότε γινόταν ένας τεράστιος κύκλος με αγόρια και κορίτσια ανάκατα, ανάλογα με τις συμπάθειες, αϊγόρα κοντά στην αϊγορή, ξάδερφος κοντά στην ξαδέρφη, γείτονας κοντά στην γειτόνισσα και χόρευαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: