2 Νοε 2007

9

Κίνησε το Βραχνιόπουλο(1) να πάει να ΄ραβωνιάσει
μ’ εννιά ζυγιές ανάργαρα(2) με δέκα ανακαράζια(3)
με τετρακόσιοι άρχοντες με χίλια παλικάρια.
Τα σούριζε(4) τα πήγαινε στο Γιάννακα τα πάει.
Στο Γιάννακα τα πήγαινε, σ’ αυτόν τον αντρειωμένο.
Τη στράτα στράτα πήγαινε, το Θεό παρακαλούσε:
- Κύριέ μου να τον εύρισκα σ’ ένα όμορφο σιμπέτι(5),
δίχως σπαθί, δίχως κοντάρι, μόνο με την καλή του.
Κατά πως παρακάλεσε, έτσι πάει και τον βρίσκει.
- Καλώς τα κάμνεις Γιάννακα, καλώς τα γευματίζεις
- Καλώς το, το Βραχνιόπουλο, να φάμε και να πιούμε.
Τριών χρονών κρασί έχω γω, να πιούν τα παλικάρια.
- Δεν ήρθα γω για φάι, για πίι, κι ούδε για το κρασί σας,
εγώ ήρθα για το κεφάλι σου, να πάρω την καλή σου.
- Κι’ εγώ για το κεφάλι μου πέντε καλές να δώσω.
Την Κάλλιω την εστόλιζαν, νυφούλα να την κάνουν,
την πήρε το βραχνιόπουλο και κίνησε και πάει
κι’ απόμεινεν ο Γιάννακας σα μήλο μαραμένο,
σα μήλο, σα τραντάφυλλο, σα νύφη στολισμένη.
Μον το σπαθί του φλάμπουσε(6) και στα λιβάδια πάει
ψιλή λαλίτσα έβγανε, όσο και αν εδυνόταν.
Ποιος μαύρος είν’ αξιότερος τ'ν κυρούλα να γλυτώσει.
Όσοι μαύροι κι αν άκουσαν, όλοι αναμερνούσαν.
Ένας μαύρος παλιόμαυρος βαρειά του κακοφάν’κεν
- Δύνεσαι μαύρε μ’ δύνεσαι τ'ν κυρούλα να γλυτώσεις;
- Δύνομαι(7) αφέντη μ’ δύνομαι τ'ν κυρούλα να γλυτώσω,
Αυτή μικρή με τάϊζε εννιά φορές τη μέρα.
Αυτή μικρή με πότιζε εννιά φορές την μέρα
και την ταή(8) που με τάϊζε εννιά κιλά κριθάρι,
και το πιοτί με πότιζε, ενιά μέτρα κρασάκι.
Μον δέσε το κεφάλι σου μ’ εννιά λογιών μαντήλια,
και δέσε την μεσίτσα σου απ’ τη δική μου μέση,
να θυμηθώ τα νιάτα μου, να μ’ πάρουν οι ανέμοι.
Και δένει το κεφάλι του μ’ εννιά λογιών μαντήλια
και δένει την μεσίτσα του απ’ τη δική του μέση,
θυμήθηκε τα νιάτα του τον πήραν οι ανέμοι.
Την στράτα στράτα πήγαινε το Θεό παρακαλούσε:
Κύριέ μου να τους έφτανα σ’ έν όμορφο μιγντάνι(9)
δίχως σπαθί, δίχως κοντάρι, μόνο με την καλή μου.
Κατά πως παρακάλεσε, έτσι πάει και τους βρίσκει,
δίχως σπαθί, δίχως κοντάρι, μόνο με την καλή του.
Δεξιά, δεξιά τους θέριζε, ζερβά τους λειμουριάζει(10)
και σ’αυτό το τρίτο γύρισμα δεν βρίσκει τι να κόψει
και πήρε την καλή του και πάλι πίσω πάει.

Ερμηνευτικά
1. Βραχνιόπουλο:άλλοι το λέγαν βλαχόπουλο και άλλοι ρηγόπουλο.
2. ανάργαρα: είναι τα ανάκαρα των βυζαντινών, ένα ζευγάρι τύμπανα χάλκινα, τα είχαν κρεμασμένα στη σέλλα μπροστά ο καβαλάρης και τα χτυπούσε ρυθμικά.
3. ανακαράζια: μουσικά όργανα, ίσως πνευστά.
4. σουρίζω: σφυρίζω.
5. σιμπέτι: γλεντοκόπι.
6. φλάμπουσε: χούφτωσε, τάρπαξε με την φούχτα του.
7. δύνομαι: δύναμαι, μπορώ.
8. ταή: η τροφή των ζώων.
9. μιγντάνι: απλοχωριά, πεδιάδα με ορατότητα
10. λειμουριάζει: αποτελειώνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: