6 Δεκ 2007

13

Η μάνα πόχει τον υιό κι’ αρέζει στις νυφάδες,
αρέζει μια ΄πο σ’ όμορφες κι άλλη ΄πο σ’ μαυρομάτες,
αρέζει και μια λιανούτσικη, λιανή(1) και μαυρομάτα.
Κι αυτή ΄ταν ακατάδεχτη, δε θέλει καταδεχτεί μας.
- Μωρ’ νάμαι ήλιος να την πιώ, αϊτός να την αδράξω,
κι εγώ ΄μαι αϊτός αϊτούτσικος, περδικοκυνηγάρης,
κι οπού βρω πέτρα κάθομαι, στον ίσκιο της κοιμάμαι,
κι οπού βρω τα γλυκά κρασιά, τα πίνω τα διαβαίνω,
κι οπού βρω τα ξινά κρασιά, τα χύνω και διαβαίνω,
κι οπού βρω κόρη όμρφη φιλούσα και διαβαίνω,
κι οπού βρω κόρη άσκημη κλωτσούσα και διαβαίνω.
Πινούντας τα γλυκά κρασιά, φιλιούντας τα κοράσια
έφαγε ο νιός τους τ' άσπρα του και τις εννιά χιλάδες.
Μον μαύρος το απόμεινε και αυτόν τον παζαρεύει,
κι ο μαύρος τον έλεγε κι ο μαύρος του τού λέει:
- Μη με πουλείς αφέντη μου και μη με παζαρεύεις,
μον τάιζέ μ’ και πότιζέ μ’ και λιανοπίστριζέ(2) με
κι όντας ιδείς την τρίχα μου να μοιάσει της ελαφίνας
κι όντας ιδείς το μάτι μου να μοιάσει της γερακίνας,
σέβα(3) και βάλε στοίχημα στης Πόλης τα μιγντάνια(4),
εσύ βάλε το στοίχημα κι εγώ θα πηλαλήξω.
Αν δεν σου φερω τ'άσπρα σου και τις εννιά χιλιάδες,
και τότε πούλα μ’ αφέντη μου και τότε παζάρευέ με.

Ερμηνευτικά:
1. λιανή: λεπτοκαμωμένη.
2. πιστρίζω: χτενίζω τ' άλογο με ειδικό χτένι, το πιστρί.
3. σέβα: έμπα, σεβαίνω:μπαίνω μέσα.
4. μιγντάνια: μέρος απλωτό, πεδιάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: