24 Δεκ 2007

15

Πέντε μικρές τον αηγαπούν και δεκαοχτώ μεγάλες,
όλες πααίνουν κι έρχονται κι όλες φιλί του δίνουν.
Μον μια λιανή, λιανούτσικη, λιανή και μαυρομάτα
κι ουδέ πααίνει κι έρχεται κι ουδέ φιλί του δίνει.
- Κόρη μ’ για δώσ’ με φίλημα, κόρη για δώσ’με πόνο.
- Πώς να σε δώσω φίλημα, πώς να σε δώσω πόνο;
Κι είσαι λουλός λουλούτσικος και θέλεις μολογήσει;
- Μα τ'άστρα, μα τους ουρανούς, δεν θέλω μολογήσει.
- Μα τα’στρο το μικρότερο πααίνει κατόπι στον ήλιο.
Ο ουρανός θα το πουλήσει κι ο νιός θα τ' αγοράσει
να τόχει στον κάμπο φλάμπουρο, στην εκκλησιά λαμπάδα,
σ’ αυτές τις πόρτες π’αγαπά, λαμπάδα να τον φέγγει
και σ’ αυτό το πρωτοκίνημα φεγγάρι να το φέγγει.

20 Δεκ 2007

14

Γραμματικός εκάθονταν στου βασιλιά τις πόρτες,
τον ουρανό είχε χαρτί τη θάλασσα μελάνη
κι έκατσε και λογάριαζε τριών χρονών αγάπη.
Εσείστηκαν τα χέρια του και χύει τη μελάνη
και λέρωσεν τα ρούχα του τα λινομεταξένια.
Κάναν δικό τ’ δεν είχεν να πάει να τα πλύνει.
Μον είχε μιαν παλιάν αγάπη κι αυτή μακριά στα ξένα.
Χαμπέρι(1) την προβόϊδισε(2) να πάει να τα πλύνει.
Σαν τ'άκουσε κι η λυγερή πολύ της βαρυφάν’κεν.
Βρε σώπα, σώπα αηγόρι μου κι εγώ θα σου τα πλύνω.
Το δάκρυ σ’ και το δάκρυ μου νερό και θα το πλύνω
το σάλι σ’ και το σάλι μου σαπούν και θα το βάλω.
Τον καϋμό πόχω στην καρδιά, ήλιος και θα τα στεγνώσει.

Ερμηνευτικά
1. χαμπέρι: είδηση
2. προβόϊδισε:της έστειλε

6 Δεκ 2007

13

Η μάνα πόχει τον υιό κι’ αρέζει στις νυφάδες,
αρέζει μια ΄πο σ’ όμορφες κι άλλη ΄πο σ’ μαυρομάτες,
αρέζει και μια λιανούτσικη, λιανή(1) και μαυρομάτα.
Κι αυτή ΄ταν ακατάδεχτη, δε θέλει καταδεχτεί μας.
- Μωρ’ νάμαι ήλιος να την πιώ, αϊτός να την αδράξω,
κι εγώ ΄μαι αϊτός αϊτούτσικος, περδικοκυνηγάρης,
κι οπού βρω πέτρα κάθομαι, στον ίσκιο της κοιμάμαι,
κι οπού βρω τα γλυκά κρασιά, τα πίνω τα διαβαίνω,
κι οπού βρω τα ξινά κρασιά, τα χύνω και διαβαίνω,
κι οπού βρω κόρη όμρφη φιλούσα και διαβαίνω,
κι οπού βρω κόρη άσκημη κλωτσούσα και διαβαίνω.
Πινούντας τα γλυκά κρασιά, φιλιούντας τα κοράσια
έφαγε ο νιός τους τ' άσπρα του και τις εννιά χιλάδες.
Μον μαύρος το απόμεινε και αυτόν τον παζαρεύει,
κι ο μαύρος τον έλεγε κι ο μαύρος του τού λέει:
- Μη με πουλείς αφέντη μου και μη με παζαρεύεις,
μον τάιζέ μ’ και πότιζέ μ’ και λιανοπίστριζέ(2) με
κι όντας ιδείς την τρίχα μου να μοιάσει της ελαφίνας
κι όντας ιδείς το μάτι μου να μοιάσει της γερακίνας,
σέβα(3) και βάλε στοίχημα στης Πόλης τα μιγντάνια(4),
εσύ βάλε το στοίχημα κι εγώ θα πηλαλήξω.
Αν δεν σου φερω τ'άσπρα σου και τις εννιά χιλιάδες,
και τότε πούλα μ’ αφέντη μου και τότε παζάρευέ με.

Ερμηνευτικά:
1. λιανή: λεπτοκαμωμένη.
2. πιστρίζω: χτενίζω τ' άλογο με ειδικό χτένι, το πιστρί.
3. σέβα: έμπα, σεβαίνω:μπαίνω μέσα.
4. μιγντάνια: μέρος απλωτό, πεδιάδα.

5 Δεκ 2007

12

Ένας όμορφος παλίκαρος κι όμορφο παλικάρι,
βαστά γυαλί στη τζιόπη του και φούντα στο σπαθί του
κι η κόρη που τον αγαπά κι αυτή καλά τον θέλει.
- Κόρη μ’ δεν είσαι ροδιανή, κόρη μ’ δεν είσαι άσπρη.
- Σαν θέλεις νάμαι ροδιανή, σαν θέλεις νάμαι άσπρη
Κι εσύ ΄σαι σαν τρανό πουλί, έβγα στη Σαλονίκη.
Ξαγόρασέ μ’, ξεβγαλέ μ’, Συριώτικο ζουνάρι
να στέκομαι να ζώνομαι να φαίνομαι σα γράμμα
να σειούμαι να λυγίζομαι να φαίνομαι σα γράμμα
και τότε να ΄μαι ροδιανή και τότε να ΄μαι ξάσπρη.