11 Νοε 2007

11

Δήμο μ’ σε κράζ’ ο βασιλιάς, Δήμο μ’ σε θέλ’ ο αφέντης.
- Σαν τι με κράζ’ ο βασιλιάς, σαν τι με θέλ’ ο αφέντης;
- Αν είν’ με κράζει για καλό, να ντύσω ρούχα νάρθω,
κι αν είν’ με κράζει για κακό, να πάω κατά πως είμαι.
Και κίνησε ο Δήμουλας κι πάει κατά πως ήταν.
Κι σαν τον είδε ο βασιλιάς πολύ του καλοφάν’κεν.
- Βρε τι μποδίθ’κες Δήμουλα κι’ πο πολύς δεν ήρθες;
Μας ζήμιωσεν η Αραπιά και θέλει να μας πνίξει.
- Δεν ήξερα αφέντη μου να ντύσω ρούχα νάρθω
Δεν ήξερα έτσι βασιλιά να μάσω παλικάρια…
Κι ΄βγαλε κι του έδωσε πολλού καλά τα ρούχα
κι βγάνει και του έμασε τρακόσα παλικάρια.
Στην Αραπιά τον έστειλε σα φίδι πυρωμένο.
Σαν άνεμος εχύθηκε, σα φίδι φανερώθ’κεν.
Κι πιάν’ όλους τους Αραπάδες κι απ’ τα μαλλιά τους δεν’
Ιδιάζουν(1) τ’ αραπόπαιδα σα γίδια ΄πο μπροστά του,
τα μάζωνε τα πήγαινεν στο βασιλιά τα πάει.
Κι’ σαν τον είδ’ ο βασιλιάς, πλύ τον καλοφάν’κεν.
- Καλότυχος βρε Δήμουλα με την ανδρίτσια πόχεις.
- Βρε τώρα μ’ είδες βασιλιά με την ανδρίτσα πόχω;
- Βρε τώρα σ’ είδα Δήμουλα, τώρα θα σε κερδίσω

Ερμηνευτικά:
Ιδιάζουν: περνοδιαβαίνουν.

3 Νοε 2007

10

Τούρκος παινέθ’κεν στο σπαθί και Φράγκος στο κοντάρι,
παινέθ’κεν κι ένας νιός καλός(1) τη θάλασσα να πλέξει.
Σαν τ'άκουσεν κι ο βασιλιάς πολύ του καλοφάν’κεν.
Βρε ποιος είν’ αυτός, βρε ποιος είν’ αυτός τη θάλασσα π΄θα πλέξει;
Αν είν’ και πλέξ’ τη θάλασσα, γαμπρό για να τον κάνω.
Σαν θέλει τη θυγατέρα μου, σα θέλ’ την αδελφή μου,
σα θέλει την ανεψούλα μου, πόχει τα μαύρα μάτια.
Σαν τ' άκουσε ο νιούτσικος πολύ τον καλοφάν’κεν.
Ξεντύθ’κεν, ξαρματώθηκεν τη θάλασσα να πλέξει.
Σαράντα μέρες έπλεκεν, γελώντας, τραγουδώντας
και άλλες σαράντα τέσσαρες κλαίοντας και βρυχιώντας.
Και βλέπει ο Θεός, ήτα άδικο και το πολύ το Θάμα,
κι από μπροστά τον βλόγησε με λόγια με κατούγια
κι΄από τα λόγια πιάστηκε και στα κατούγια πάει
κι΄αυτού στη μέσ΄ στη θάλασσα βρίσκει βεργοκαστρίτσι
βρίσκει τ΄ν αγάπη την παλιά, που υφαίνει που τραγούδα.
Να τη σμποριάξει(3) ντρέπεται, να συντυχίσει(3) φοβάται.
Γυρνά η κόρη και των ρωτά και τον καλοξετάζει
- Σε τι λιμπήθ’κες(4) νιούτσικε μ’ να χάσεις τ'ν ανερειά σου;
- Ουδε σ’ ασήμ’ λιμπήθηκα ουδέ σ’ μαργαριτάρι,
εκεί που πάω λιμπήθηκα σε μια βασιλοπούλα.
Σαράντα μέρες έπλεγα γελώντας τραγουδώντας
κι άλλες σαράτα τέσσαρες κλαιώντας κι βρυχιώντας.
- Ακόμα σαράντα πρεπ’ να πλέξ’ και πάλι δεν την παίρνεις.

Ερμηνευτικά
1. νιός καλός: άλλοι το λέγαν∙ παινέθ’κεν κι’ ένα ρωμηόπουλο.
2. σμποριάζω: μιλώ, λέω κάτι
3. συντυχίζω: κάθομαι μαζί
4. λιμπίζομαι: επιθυμώ πολύ και θέλω να το πάρω.

2 Νοε 2007

9

Κίνησε το Βραχνιόπουλο(1) να πάει να ΄ραβωνιάσει
μ’ εννιά ζυγιές ανάργαρα(2) με δέκα ανακαράζια(3)
με τετρακόσιοι άρχοντες με χίλια παλικάρια.
Τα σούριζε(4) τα πήγαινε στο Γιάννακα τα πάει.
Στο Γιάννακα τα πήγαινε, σ’ αυτόν τον αντρειωμένο.
Τη στράτα στράτα πήγαινε, το Θεό παρακαλούσε:
- Κύριέ μου να τον εύρισκα σ’ ένα όμορφο σιμπέτι(5),
δίχως σπαθί, δίχως κοντάρι, μόνο με την καλή του.
Κατά πως παρακάλεσε, έτσι πάει και τον βρίσκει.
- Καλώς τα κάμνεις Γιάννακα, καλώς τα γευματίζεις
- Καλώς το, το Βραχνιόπουλο, να φάμε και να πιούμε.
Τριών χρονών κρασί έχω γω, να πιούν τα παλικάρια.
- Δεν ήρθα γω για φάι, για πίι, κι ούδε για το κρασί σας,
εγώ ήρθα για το κεφάλι σου, να πάρω την καλή σου.
- Κι’ εγώ για το κεφάλι μου πέντε καλές να δώσω.
Την Κάλλιω την εστόλιζαν, νυφούλα να την κάνουν,
την πήρε το βραχνιόπουλο και κίνησε και πάει
κι’ απόμεινεν ο Γιάννακας σα μήλο μαραμένο,
σα μήλο, σα τραντάφυλλο, σα νύφη στολισμένη.
Μον το σπαθί του φλάμπουσε(6) και στα λιβάδια πάει
ψιλή λαλίτσα έβγανε, όσο και αν εδυνόταν.
Ποιος μαύρος είν’ αξιότερος τ'ν κυρούλα να γλυτώσει.
Όσοι μαύροι κι αν άκουσαν, όλοι αναμερνούσαν.
Ένας μαύρος παλιόμαυρος βαρειά του κακοφάν’κεν
- Δύνεσαι μαύρε μ’ δύνεσαι τ'ν κυρούλα να γλυτώσεις;
- Δύνομαι(7) αφέντη μ’ δύνομαι τ'ν κυρούλα να γλυτώσω,
Αυτή μικρή με τάϊζε εννιά φορές τη μέρα.
Αυτή μικρή με πότιζε εννιά φορές την μέρα
και την ταή(8) που με τάϊζε εννιά κιλά κριθάρι,
και το πιοτί με πότιζε, ενιά μέτρα κρασάκι.
Μον δέσε το κεφάλι σου μ’ εννιά λογιών μαντήλια,
και δέσε την μεσίτσα σου απ’ τη δική μου μέση,
να θυμηθώ τα νιάτα μου, να μ’ πάρουν οι ανέμοι.
Και δένει το κεφάλι του μ’ εννιά λογιών μαντήλια
και δένει την μεσίτσα του απ’ τη δική του μέση,
θυμήθηκε τα νιάτα του τον πήραν οι ανέμοι.
Την στράτα στράτα πήγαινε το Θεό παρακαλούσε:
Κύριέ μου να τους έφτανα σ’ έν όμορφο μιγντάνι(9)
δίχως σπαθί, δίχως κοντάρι, μόνο με την καλή μου.
Κατά πως παρακάλεσε, έτσι πάει και τους βρίσκει,
δίχως σπαθί, δίχως κοντάρι, μόνο με την καλή του.
Δεξιά, δεξιά τους θέριζε, ζερβά τους λειμουριάζει(10)
και σ’αυτό το τρίτο γύρισμα δεν βρίσκει τι να κόψει
και πήρε την καλή του και πάλι πίσω πάει.

Ερμηνευτικά
1. Βραχνιόπουλο:άλλοι το λέγαν βλαχόπουλο και άλλοι ρηγόπουλο.
2. ανάργαρα: είναι τα ανάκαρα των βυζαντινών, ένα ζευγάρι τύμπανα χάλκινα, τα είχαν κρεμασμένα στη σέλλα μπροστά ο καβαλάρης και τα χτυπούσε ρυθμικά.
3. ανακαράζια: μουσικά όργανα, ίσως πνευστά.
4. σουρίζω: σφυρίζω.
5. σιμπέτι: γλεντοκόπι.
6. φλάμπουσε: χούφτωσε, τάρπαξε με την φούχτα του.
7. δύνομαι: δύναμαι, μπορώ.
8. ταή: η τροφή των ζώων.
9. μιγντάνι: απλοχωριά, πεδιάδα με ορατότητα
10. λειμουριάζει: αποτελειώνει.