Άναψε κόρη το κερί και βάλτο στο φανάρι
και φέγγε με καλά καλά, στη βάρκα να πατήσω,
η βάρκα θέλει κίνημα και το καράβι αέρα
κι η κόρη θέλει φίλημα στο μάτι και στο φρύδι.
29 Μαρ 2009
14 Μαρ 2009
26
Πολλά κάστρα περπάτησα, πολλά και μπιζετένια
κι ούδε κάστρα μπιέντησα, κι ούδε μπιζετένα.
Και κει που πάω μπιέντησα, σε μια φραγκοπούλα
την έπιανα την φίλαγα για δεύτερη και τρίτη
σ’ αυτό το τρίτο φίλημα την πιάνω την ξστάζω:
- Στο θεό, στο θεό φραγκίτσα μου, στο θιό και φραγκοπούλα
για πε ποιος είναι αξιότερος, ΄πο μένα ΄πο το φράγκο
και πες ποιος είν’ καλύτερος ΄πο μένα ΄πο το φράγκο.
- Κι αν είν’ στην ομορφάδα του, καλός ήταν κι ο φράγκος.
Το λόγο δεν απόσωσαν την συντυχιά δεν λέγουν,
μωρ’ να ΄κι ο φράγκος πόφτανε σαν φίδι πυρωμένος.
Σαν άνεμος εχύθηκεν, σα φίδι φανερώθ΄κεν.
Τον νιούτσικο μον έπιανε τα χέρια πίσ’ τα δένει
στα κάτεργα τον πήγαινε αντίκρυ της θαλάσσης.
Καν΄νάν δικό του δεν είχε να πάει στο κατόπι.
Μον είχε μια παλιά αηγορή κι αυτή μακριά στα ξένα.
Σαν τάκουσε η λυγερή πολύ της βαρυφάνκεν.
Χίλια βάζει στον κόρφο της και δυο μέσ’ στο μαντήλι
τριγύρω στο ζουνάρι της αμέτρητα τα βάνει,
αμέτρητα, αλογάριαστα για να τον ξαγοράσει.
Την στράτα στράτα πήγαινε το θεό παρακαλούσε.
Κύριέ μου να τον έφτανα αντίκρυ της θαλάσσης.
Βλέπει καράβια στο γιαλό καράβια στις θαλάσσες.
Ψιλή λαλίτσα έβγανε όσο και αν εδυνήθ’κεν.
- Σταθήτε σεις καράβια μου, κάτι να σας ρωτήσω.
Αυτόν τον ένανα πόχετε αυτού μέσα στο καράβι
χίλια δίνω να τον ιδώ και δυό να τον μιλήσω
κι αν είναι για ξαγόρασμα αμέτρητα να δώσω,
αμέτρητα κι αλογάριαστα για να τον ξαγοράσω.
Κι ο νιούτσικος τη λάλησε ΄πο μέσα απ’ το καράβι.
- Οπίσ’ οπίσω λυγερή συ μένα δε με βγάνεις
Σαν θέλ’ς τ' άσπρα σ’ να ξοδιάσης και πάλι δε με βγάνεις.
- Πότε θα νάρθ’ς αηγόρι μου και πότε θ’ ανταμωθούμε;
- Θε νάρθω κόρη μ’ θ νάρθω, θε νάρθω μα θ’ αργήσω.
Όντας θα στύψ’ η θάλασσα και γίνει μονοπάτι
και καμωθεί και οργωθεί και σπείρουν και θερίσουν
κι όντας ασπρίσει ο κόρακας σαν τ' άσπρο περιστέρι
κι όντας ΄πολήσει ο ξέρακας τα πράσινα φυντάνια
τότε θε νάρθω κόρη μου, τότε θ’ ανταμωθούμε.
- Τι μ’ έδωκες αηγόρι μου τα μαύρα μονοπάτια;
Να περπατώ, να κλαίω γω να στέκω, να βρυχούμαι
να χύνω μαύρα δάκρυα γω, να χύνονται στο κόρφο,
να γίνουν φίδια και οχιές, οχιές με δυο κεφάλια
όντας με τρώνε την καρδιά, εσένα να θυμάμαι.
κι ούδε κάστρα μπιέντησα, κι ούδε μπιζετένα.
Και κει που πάω μπιέντησα, σε μια φραγκοπούλα
την έπιανα την φίλαγα για δεύτερη και τρίτη
σ’ αυτό το τρίτο φίλημα την πιάνω την ξστάζω:
- Στο θεό, στο θεό φραγκίτσα μου, στο θιό και φραγκοπούλα
για πε ποιος είναι αξιότερος, ΄πο μένα ΄πο το φράγκο
και πες ποιος είν’ καλύτερος ΄πο μένα ΄πο το φράγκο.
- Κι αν είν’ στην ομορφάδα του, καλός ήταν κι ο φράγκος.
Το λόγο δεν απόσωσαν την συντυχιά δεν λέγουν,
μωρ’ να ΄κι ο φράγκος πόφτανε σαν φίδι πυρωμένος.
Σαν άνεμος εχύθηκεν, σα φίδι φανερώθ΄κεν.
Τον νιούτσικο μον έπιανε τα χέρια πίσ’ τα δένει
στα κάτεργα τον πήγαινε αντίκρυ της θαλάσσης.
Καν΄νάν δικό του δεν είχε να πάει στο κατόπι.
Μον είχε μια παλιά αηγορή κι αυτή μακριά στα ξένα.
Σαν τάκουσε η λυγερή πολύ της βαρυφάνκεν.
Χίλια βάζει στον κόρφο της και δυο μέσ’ στο μαντήλι
τριγύρω στο ζουνάρι της αμέτρητα τα βάνει,
αμέτρητα, αλογάριαστα για να τον ξαγοράσει.
Την στράτα στράτα πήγαινε το θεό παρακαλούσε.
Κύριέ μου να τον έφτανα αντίκρυ της θαλάσσης.
Βλέπει καράβια στο γιαλό καράβια στις θαλάσσες.
Ψιλή λαλίτσα έβγανε όσο και αν εδυνήθ’κεν.
- Σταθήτε σεις καράβια μου, κάτι να σας ρωτήσω.
Αυτόν τον ένανα πόχετε αυτού μέσα στο καράβι
χίλια δίνω να τον ιδώ και δυό να τον μιλήσω
κι αν είναι για ξαγόρασμα αμέτρητα να δώσω,
αμέτρητα κι αλογάριαστα για να τον ξαγοράσω.
Κι ο νιούτσικος τη λάλησε ΄πο μέσα απ’ το καράβι.
- Οπίσ’ οπίσω λυγερή συ μένα δε με βγάνεις
Σαν θέλ’ς τ' άσπρα σ’ να ξοδιάσης και πάλι δε με βγάνεις.
- Πότε θα νάρθ’ς αηγόρι μου και πότε θ’ ανταμωθούμε;
- Θε νάρθω κόρη μ’ θ νάρθω, θε νάρθω μα θ’ αργήσω.
Όντας θα στύψ’ η θάλασσα και γίνει μονοπάτι
και καμωθεί και οργωθεί και σπείρουν και θερίσουν
κι όντας ασπρίσει ο κόρακας σαν τ' άσπρο περιστέρι
κι όντας ΄πολήσει ο ξέρακας τα πράσινα φυντάνια
τότε θε νάρθω κόρη μου, τότε θ’ ανταμωθούμε.
- Τι μ’ έδωκες αηγόρι μου τα μαύρα μονοπάτια;
Να περπατώ, να κλαίω γω να στέκω, να βρυχούμαι
να χύνω μαύρα δάκρυα γω, να χύνονται στο κόρφο,
να γίνουν φίδια και οχιές, οχιές με δυο κεφάλια
όντας με τρώνε την καρδιά, εσένα να θυμάμαι.
24 Αυγ 2008
25
Αφέντης καβαλίκευεν τριών χρονών πουλάρι(1)
- Βρε μάθε το να πηλαλεί(2) βρε μάθε το να παίζει
βρε μάθε το να ρίχνεται χαντάκια γεμάτ’ αίμα
βρε μάθε το να δέχεται τα εννιά σπαθιά μπροστά του
βρε μάθε το να δέχεται τα χνώτα απ’ τα φουσάτα(3).
- Βρε τόμαθα να πιλαλεί, βρε τόμαθα να παίζει
βρε τόμαθα να ρίχνεται χαντάκια γεμάτ’ αίμα
βρε τόμαθα να δέχεται τα εννιά σπαθιά μπροστά το
βρε τόμαθα να δέχεται τα χνώτα απ’ τα φουσάτα.
Ερμηνευτικά
1. πουλάρι: το μικρό άλογο.
2. πηλαλώ: τρέχω.
3. φουσάτα: τα πολεμικά άλογα, το ιππικό.
- Βρε μάθε το να πηλαλεί(2) βρε μάθε το να παίζει
βρε μάθε το να ρίχνεται χαντάκια γεμάτ’ αίμα
βρε μάθε το να δέχεται τα εννιά σπαθιά μπροστά του
βρε μάθε το να δέχεται τα χνώτα απ’ τα φουσάτα(3).
- Βρε τόμαθα να πιλαλεί, βρε τόμαθα να παίζει
βρε τόμαθα να ρίχνεται χαντάκια γεμάτ’ αίμα
βρε τόμαθα να δέχεται τα εννιά σπαθιά μπροστά το
βρε τόμαθα να δέχεται τα χνώτα απ’ τα φουσάτα.
Ερμηνευτικά
1. πουλάρι: το μικρό άλογο.
2. πηλαλώ: τρέχω.
3. φουσάτα: τα πολεμικά άλογα, το ιππικό.
21 Ιουλ 2008
24
Αηγόρος και ξανθή κόρη, μαργαριτάρι σπέρνουν,
μαργαριτάρι έσπερναν, χρυσόφυλλο φυτρώνει.
Καλόγεροι το θέριζαν κι οι Τούρκοι κουβαλούσαν.
Ο βασιλιάς τ' αλώνιζε κι οι γιοί του το λιχνούσαν(1)
η Δέσπω η ξανθή κόρη τ΄αρί(2) ξεσκυβαλίζει(3).
Διαβάτη ο γιός εδιάβαινε τ'ν αρέζει(4) και την παίρνει
κι από το χέρι την άδραχνε(5) σαν το γοργό γεράκι.
Ερμηνευτικά:
1. λιχνώ και λιχνίζω: εργασία του αλωνισμού, ξεχώρισαν με την βοήθεια του ανέμου, το σιτάρι από το άχυρο.
2. αρί: είναι το χοντρόκοκκο σιτάρι.
3. ξεσκυβαλίζω: χωρίζω τα σκύβαλα από το καθαρό σιτάρι, σκύβαλα: οι ξένες ύλες.
4. αρέζω: αρέσω.
5. αδράχνω: αρπάζω με την βία.
μαργαριτάρι έσπερναν, χρυσόφυλλο φυτρώνει.
Καλόγεροι το θέριζαν κι οι Τούρκοι κουβαλούσαν.
Ο βασιλιάς τ' αλώνιζε κι οι γιοί του το λιχνούσαν(1)
η Δέσπω η ξανθή κόρη τ΄αρί(2) ξεσκυβαλίζει(3).
Διαβάτη ο γιός εδιάβαινε τ'ν αρέζει(4) και την παίρνει
κι από το χέρι την άδραχνε(5) σαν το γοργό γεράκι.
Ερμηνευτικά:
1. λιχνώ και λιχνίζω: εργασία του αλωνισμού, ξεχώρισαν με την βοήθεια του ανέμου, το σιτάρι από το άχυρο.
2. αρί: είναι το χοντρόκοκκο σιτάρι.
3. ξεσκυβαλίζω: χωρίζω τα σκύβαλα από το καθαρό σιτάρι, σκύβαλα: οι ξένες ύλες.
4. αρέζω: αρέσω.
5. αδράχνω: αρπάζω με την βία.
16 Ιουλ 2008
23
Κάθετ’ η Μάρω και κεντά μαντίλι στον αηγορό της(1)
Είχε και μια γειτόνισσα, καλή και πιστημένη.
- Μάρω μ’ αηγόρος σ’ πέθανε. Μάρω μ’ αηγόρος σ’ χάθ΄κε.
- Αλήθεια λες γειτόνισα μ’, καλή και πιστημένη;
- Αλήθεια Μάρω μ’ πέθανε, πως ΄πέσει του θανάτου.
Μεριά(2) ρίχνει το κέντημα τ'ς, μεριά και το βελόνι.
Τα παπουτσάκια τ'ς έπαιρνε, στον κήπο κατεβαίνει,
κόφτει κλωνάρ’ βασιλικό, κλωνάρι κυπαρίσσι.
Το στράτα(3) στράτα πήγαινε, το Θεό παρακαλούσε:
- Κύριέ μου να το έβρισκα παπάδες να το ψέλνουν
πέντε παπάδες να το ψέλ΄ν και δέκα μαθητούδια.
Κατά πως το παρακάλεσε, έτσι πάει και τον βρίσκει.
Πέντε παπάδες έψελ’ν και δέκα μαθητούδια.
- Μεριάστε(4) σεις παπάδες μου, μεριάστε μαθητούδια
να ιδώ κι εγώ τον νιούτσικο, πως πέσει του θανάτου;
Το σάβανο ξεσκέπας κι ο νιός χαμογελούσε..
- Βρε ιδέτε σ’ κούρβας(5) τον υιό σ’ κούρβας το κοπέλι(6)
Όντας τον έρθει το μήνυμα(7) πως πέφτει και ΄ποθνήσκει.
Ερμηνευτικά:
1. αηγόρος: αγαπητικός.
2. μεριά: παράμερα.
3. στράτα: μακρύς δρόμος.
4. μεριάστε: παραμερίστε.
5. κούρβα: γυναίκα ελευθερίων ηθών, ιερόδουλη.
6. κοπέλι: νόθος, αγνώστου πατρός.
7. μήνυμα: σε πολλά τραγούδια είναι η είδηση να πάει σε πόλεμο.
Είχε και μια γειτόνισσα, καλή και πιστημένη.
- Μάρω μ’ αηγόρος σ’ πέθανε. Μάρω μ’ αηγόρος σ’ χάθ΄κε.
- Αλήθεια λες γειτόνισα μ’, καλή και πιστημένη;
- Αλήθεια Μάρω μ’ πέθανε, πως ΄πέσει του θανάτου.
Μεριά(2) ρίχνει το κέντημα τ'ς, μεριά και το βελόνι.
Τα παπουτσάκια τ'ς έπαιρνε, στον κήπο κατεβαίνει,
κόφτει κλωνάρ’ βασιλικό, κλωνάρι κυπαρίσσι.
Το στράτα(3) στράτα πήγαινε, το Θεό παρακαλούσε:
- Κύριέ μου να το έβρισκα παπάδες να το ψέλνουν
πέντε παπάδες να το ψέλ΄ν και δέκα μαθητούδια.
Κατά πως το παρακάλεσε, έτσι πάει και τον βρίσκει.
Πέντε παπάδες έψελ’ν και δέκα μαθητούδια.
- Μεριάστε(4) σεις παπάδες μου, μεριάστε μαθητούδια
να ιδώ κι εγώ τον νιούτσικο, πως πέσει του θανάτου;
Το σάβανο ξεσκέπας κι ο νιός χαμογελούσε..
- Βρε ιδέτε σ’ κούρβας(5) τον υιό σ’ κούρβας το κοπέλι(6)
Όντας τον έρθει το μήνυμα(7) πως πέφτει και ΄ποθνήσκει.
Ερμηνευτικά:
1. αηγόρος: αγαπητικός.
2. μεριά: παράμερα.
3. στράτα: μακρύς δρόμος.
4. μεριάστε: παραμερίστε.
5. κούρβα: γυναίκα ελευθερίων ηθών, ιερόδουλη.
6. κοπέλι: νόθος, αγνώστου πατρός.
7. μήνυμα: σε πολλά τραγούδια είναι η είδηση να πάει σε πόλεμο.
13 Ιουλ 2008
22
Απάνω σ’ άσπρο μάρμαρο κοράσι(1) ακουμπισμένο
με το γαράζιο χάμοχα(2) και τη χρυσή τη ζούνα(3).
Ζυγιά βαστά στο χέρι της και το φιλί ζυγίζει,
ζυγίζει, καμπανίζεται(4), μυριοκρυφά τους λέει.
Χίλια τους λες το ταχιά(5) και δυο το μεσημέρι
και αυτού τα’αργά(6) τ' αργούτσικα για δυο για τρεις χιλιάδες.
Τριά παλικάρια τ' άκουσαν, ΄πο μέσα ΄πο την Πόλη,
καβαλικεύουν, χαίρονται, πεζεύουν καμαρώνουν,
το ΄να θαρρεί(7) στα χίλια του, τ' άλλο στα πεντακόσια,
το τρίτο το καλύτερο, θαρρεί στην ιδιανίτσα(8).
Όποιο θαρρεί στα χίλια του, μαχαίρια στην καρδιά του
κι’ όποιο στα πεντακόσια, εννιά σπαθιά στον κόρφο(9)
κι όποιο στην ιδιανίτσα του τα γρήγορα να φτάση,
τα γρήγορα να φτάση αυτός, την κόρη να κερδίσει.
Ερμηνευτικά:
1. κοράσι: κόρη, κοπέλα.
2. χάμοχας: πολυτελέστατο φόρεμα.
3. ζούνα: ζώνη.
4. καμπανίζεται: περηφανεύεται, κομπάζει.
5. το ταχιά: πολύ πρωί.
6. τ' αργά: κατά το ηλιοβασίλεμα.
7. θαρρώ: ελπίζω.
8. ιδιανίτσα: παληκαριά.
9. κόρφος : τα στήθη.
με το γαράζιο χάμοχα(2) και τη χρυσή τη ζούνα(3).
Ζυγιά βαστά στο χέρι της και το φιλί ζυγίζει,
ζυγίζει, καμπανίζεται(4), μυριοκρυφά τους λέει.
Χίλια τους λες το ταχιά(5) και δυο το μεσημέρι
και αυτού τα’αργά(6) τ' αργούτσικα για δυο για τρεις χιλιάδες.
Τριά παλικάρια τ' άκουσαν, ΄πο μέσα ΄πο την Πόλη,
καβαλικεύουν, χαίρονται, πεζεύουν καμαρώνουν,
το ΄να θαρρεί(7) στα χίλια του, τ' άλλο στα πεντακόσια,
το τρίτο το καλύτερο, θαρρεί στην ιδιανίτσα(8).
Όποιο θαρρεί στα χίλια του, μαχαίρια στην καρδιά του
κι’ όποιο στα πεντακόσια, εννιά σπαθιά στον κόρφο(9)
κι όποιο στην ιδιανίτσα του τα γρήγορα να φτάση,
τα γρήγορα να φτάση αυτός, την κόρη να κερδίσει.
Ερμηνευτικά:
1. κοράσι: κόρη, κοπέλα.
2. χάμοχας: πολυτελέστατο φόρεμα.
3. ζούνα: ζώνη.
4. καμπανίζεται: περηφανεύεται, κομπάζει.
5. το ταχιά: πολύ πρωί.
6. τ' αργά: κατά το ηλιοβασίλεμα.
7. θαρρώ: ελπίζω.
8. ιδιανίτσα: παληκαριά.
9. κόρφος : τα στήθη.
20 Απρ 2008
21
Ν’ ανέβω σε κορφόβουνο, αμάξ’ να κατεβάσω,
αμάξι σιδεράμαξο, ζευγάρι κουδουνάτο
και το ζυγούτσ’κο(1), πο ξεφω, όλο καθάριο ασήμι
και τις ζευγίτσες(2) πό βαναν, σπυρί μαργαριτάρι
και το ζευγάρι(3) πό ζευαν, δράκοι θεμελιωμένοι
και το φκετρίτσι(4) που λαλούν(5), ήταν σ’ ελιάς κλωνάρι.
Τρεις αλαφίνες τόσερναν και δυό αντρειωμένοι
κι η κόρη μέσα κάθενταν, πως δεν φανή σε κόσμο,
τον ήλιο εσυνέριζε(6), τον ήλιο το φεγγάρι.
Ήλιε μ’ πο στέλνεις το ταχιά(7), μαραίνεις τα λουλούδια,
μαραίνεις και τα βότανα(8) του Μάη τα λουλούδια.
Κι εγώ αν ντα(9) βγώ στις πόρτες μου, μαραίνω παλικάρια
όσα ματάκια κι αν με δούν, τόσες καρδίτσες κάφτω(10.
Ερμηνευτικά
1. ζυγούτσ’κος: ο ζυγός που ζεύουν τα βόδια. Δυο ξύλα παράλληλα, το επάνω κατάλληλα λοξευμένο για τα εφαμόζει στον τράχηλο των ζώων, το κάτω απλό.
2. ζευγίτσες: δύο βέργες, ξύλινες ή σιδερένιες που τοποθετούνται στα δυο άκρα του ζυγού όταν δεχτούν τα βόδια.
3. ζευγάρι: τα δύο ζώα που ζεύουν.
4. φκετρίτσι: η βουκέντρα, ξύλινη βέργα μήκους δύο μέτρων περίπου, με την οποία κεντούν τα βόδια για να προχωρούν.
5. λαλώ τα ζώα: αναγκάζω τα ζώα να περπατούν.
6. συνερίζω: προκαλώ, πειράζω.
7. το ταχιά: το πρωί
8. βότανα: διάφορα χόρτα του βουνού με θεραπευτικές ιδιότητες
9. ντα: όντας, όταν
10. κάφτω: καίω
αμάξι σιδεράμαξο, ζευγάρι κουδουνάτο
και το ζυγούτσ’κο(1), πο ξεφω, όλο καθάριο ασήμι
και τις ζευγίτσες(2) πό βαναν, σπυρί μαργαριτάρι
και το ζευγάρι(3) πό ζευαν, δράκοι θεμελιωμένοι
και το φκετρίτσι(4) που λαλούν(5), ήταν σ’ ελιάς κλωνάρι.
Τρεις αλαφίνες τόσερναν και δυό αντρειωμένοι
κι η κόρη μέσα κάθενταν, πως δεν φανή σε κόσμο,
τον ήλιο εσυνέριζε(6), τον ήλιο το φεγγάρι.
Ήλιε μ’ πο στέλνεις το ταχιά(7), μαραίνεις τα λουλούδια,
μαραίνεις και τα βότανα(8) του Μάη τα λουλούδια.
Κι εγώ αν ντα(9) βγώ στις πόρτες μου, μαραίνω παλικάρια
όσα ματάκια κι αν με δούν, τόσες καρδίτσες κάφτω(10.
Ερμηνευτικά
1. ζυγούτσ’κος: ο ζυγός που ζεύουν τα βόδια. Δυο ξύλα παράλληλα, το επάνω κατάλληλα λοξευμένο για τα εφαμόζει στον τράχηλο των ζώων, το κάτω απλό.
2. ζευγίτσες: δύο βέργες, ξύλινες ή σιδερένιες που τοποθετούνται στα δυο άκρα του ζυγού όταν δεχτούν τα βόδια.
3. ζευγάρι: τα δύο ζώα που ζεύουν.
4. φκετρίτσι: η βουκέντρα, ξύλινη βέργα μήκους δύο μέτρων περίπου, με την οποία κεντούν τα βόδια για να προχωρούν.
5. λαλώ τα ζώα: αναγκάζω τα ζώα να περπατούν.
6. συνερίζω: προκαλώ, πειράζω.
7. το ταχιά: το πρωί
8. βότανα: διάφορα χόρτα του βουνού με θεραπευτικές ιδιότητες
9. ντα: όντας, όταν
10. κάφτω: καίω
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)