29 Μαρ 2009

27

Άναψε κόρη το κερί και βάλτο στο φανάρι
και φέγγε με καλά καλά, στη βάρκα να πατήσω,
η βάρκα θέλει κίνημα και το καράβι αέρα
κι η κόρη θέλει φίλημα στο μάτι και στο φρύδι.

14 Μαρ 2009

26

Πολλά κάστρα περπάτησα, πολλά και μπιζετένια
κι ούδε κάστρα μπιέντησα, κι ούδε μπιζετένα.
Και κει που πάω μπιέντησα, σε μια φραγκοπούλα
την έπιανα την φίλαγα για δεύτερη και τρίτη
σ’ αυτό το τρίτο φίλημα την πιάνω την ξστάζω:
- Στο θεό, στο θεό φραγκίτσα μου, στο θιό και φραγκοπούλα
για πε ποιος είναι αξιότερος, ΄πο μένα ΄πο το φράγκο
και πες ποιος είν’ καλύτερος ΄πο μένα ΄πο το φράγκο.
- Κι αν είν’ στην ομορφάδα του, καλός ήταν κι ο φράγκος.
Το λόγο δεν απόσωσαν την συντυχιά δεν λέγουν,
μωρ’ να ΄κι ο φράγκος πόφτανε σαν φίδι πυρωμένος.
Σαν άνεμος εχύθηκεν, σα φίδι φανερώθ΄κεν.
Τον νιούτσικο μον έπιανε τα χέρια πίσ’ τα δένει
στα κάτεργα τον πήγαινε αντίκρυ της θαλάσσης.
Καν΄νάν δικό του δεν είχε να πάει στο κατόπι.
Μον είχε μια παλιά αηγορή κι αυτή μακριά στα ξένα.
Σαν τάκουσε η λυγερή πολύ της βαρυφάνκεν.
Χίλια βάζει στον κόρφο της και δυο μέσ’ στο μαντήλι
τριγύρω στο ζουνάρι της αμέτρητα τα βάνει,
αμέτρητα, αλογάριαστα για να τον ξαγοράσει.
Την στράτα στράτα πήγαινε το θεό παρακαλούσε.
Κύριέ μου να τον έφτανα αντίκρυ της θαλάσσης.
Βλέπει καράβια στο γιαλό καράβια στις θαλάσσες.
Ψιλή λαλίτσα έβγανε όσο και αν εδυνήθ’κεν.
- Σταθήτε σεις καράβια μου, κάτι να σας ρωτήσω.
Αυτόν τον ένανα πόχετε αυτού μέσα στο καράβι
χίλια δίνω να τον ιδώ και δυό να τον μιλήσω
κι αν είναι για ξαγόρασμα αμέτρητα να δώσω,
αμέτρητα κι αλογάριαστα για να τον ξαγοράσω.
Κι ο νιούτσικος τη λάλησε ΄πο μέσα απ’ το καράβι.
- Οπίσ’ οπίσω λυγερή συ μένα δε με βγάνεις
Σαν θέλ’ς τ' άσπρα σ’ να ξοδιάσης και πάλι δε με βγάνεις.
- Πότε θα νάρθ’ς αηγόρι μου και πότε θ’ ανταμωθούμε;
- Θε νάρθω κόρη μ’ θ νάρθω, θε νάρθω μα θ’ αργήσω.
Όντας θα στύψ’ η θάλασσα και γίνει μονοπάτι
και καμωθεί και οργωθεί και σπείρουν και θερίσουν
κι όντας ασπρίσει ο κόρακας σαν τ' άσπρο περιστέρι
κι όντας ΄πολήσει ο ξέρακας τα πράσινα φυντάνια
τότε θε νάρθω κόρη μου, τότε θ’ ανταμωθούμε.
- Τι μ’ έδωκες αηγόρι μου τα μαύρα μονοπάτια;
Να περπατώ, να κλαίω γω να στέκω, να βρυχούμαι
να χύνω μαύρα δάκρυα γω, να χύνονται στο κόρφο,
να γίνουν φίδια και οχιές, οχιές με δυο κεφάλια
όντας με τρώνε την καρδιά, εσένα να θυμάμαι.