20 Απρ 2008

21

Ν’ ανέβω σε κορφόβουνο, αμάξ’ να κατεβάσω,
αμάξι σιδεράμαξο, ζευγάρι κουδουνάτο
και το ζυγούτσ’κο(1), πο ξεφω, όλο καθάριο ασήμι
και τις ζευγίτσες(2) πό βαναν, σπυρί μαργαριτάρι
και το ζευγάρι(3) πό ζευαν, δράκοι θεμελιωμένοι
και το φκετρίτσι(4) που λαλούν(5), ήταν σ’ ελιάς κλωνάρι.
Τρεις αλαφίνες τόσερναν και δυό αντρειωμένοι
κι η κόρη μέσα κάθενταν, πως δεν φανή σε κόσμο,
τον ήλιο εσυνέριζε(6), τον ήλιο το φεγγάρι.
 Ήλιε μ’ πο στέλνεις το ταχιά(7), μαραίνεις τα λουλούδια,
μαραίνεις και τα βότανα(8) του Μάη τα λουλούδια.
Κι εγώ αν ντα(9) βγώ στις πόρτες μου, μαραίνω παλικάρια
όσα ματάκια κι αν με δούν, τόσες καρδίτσες κάφτω(10.

Ερμηνευτικά
1. ζυγούτσ’κος: ο ζυγός που ζεύουν τα βόδια. Δυο ξύλα παράλληλα, το επάνω κατάλληλα λοξευμένο για τα εφαμόζει στον τράχηλο των ζώων, το κάτω απλό.
2. ζευγίτσες: δύο βέργες, ξύλινες ή σιδερένιες που τοποθετούνται στα δυο άκρα του ζυγού όταν δεχτούν τα βόδια.
3. ζευγάρι: τα δύο ζώα που ζεύουν.
4. φκετρίτσι: η βουκέντρα, ξύλινη βέργα μήκους δύο μέτρων περίπου, με την οποία κεντούν τα βόδια για να προχωρούν.
5. λαλώ τα ζώα: αναγκάζω τα ζώα να περπατούν.
6. συνερίζω: προκαλώ, πειράζω.
7. το ταχιά: το πρωί
8. βότανα: διάφορα χόρτα του βουνού με θεραπευτικές ιδιότητες
9. ντα: όντας, όταν
10. κάφτω: καίω