14 Ιαν 2008

17

Η μάνα πούχε τον υιό, τον μικροκανακάρη
τον άλλαζε, τον στόλιζε, στον δάσκαλο τον στέλνει.
Κι ο δάσκαλος τον έπλεμπε με τριά κλωνάρια μόσχο
κι ο δάσκαλος τον έδερνε με τ'ν ασημένια βέργα,
κι ο δάσκαλος τον ρώτησε κι ο δάσκαλος τον λέει:
- Καλέ μου πουν’ τα γράμματα σ’ καλέ μου πουν ο νού σου;
- Τα γράμματά μ’ είν’ στο χαρτί κι ο νους μου στην αγάπη,
κι ο νους μου πέρα πέρασε, πέρα στις μαυρομάτες,
πόχουν το μάτι στο γυαλί, το φρύδι στο γαϊτάνι
και του κοράκου το φτερό τόχουν καμαροφρύδι
καμαροφρύδι, σα φτερό καγκελοτουρνημένο.

2 Ιαν 2008

16

Ένας όμορφος παλίκαρος κι όμορφο παλικάρι
βόσκει κοπάδια πρόβατα με τ’ν ασημένια γκέγκα(1)
τα σούριζεν(2) τα πήγαινε, πάει να τα ποτίσει
και κει που πάει να τα ποτίσ’, στη λεύκα(3) που λευκαίνει(4)
βρίσκει μια γερόντισσα στη λεύκα που λευκαίνει
και με το νού της έλεγε και με το νού της λέει:
- Κύριε μ’ γαμπρό να τόκανα και πεθερά να μ’ έχει.
- Σαν θες, γαμπρό για να με κάμ’ς και πεθερά να σ’ έχω,
κάμε τη θυγατέρα σου να λάμπει σαν τον ήλιο.
Το ήλιο βάλε πρόσωπο και το φεγγάρ’ αστήθι,
και τον καθάριο άργυρο, καθάριο δαχτυλίδι
και τότε να με κάμ’ς γαμπρό και πεθερά να σ’έχω.

Ερμηνευτικά.
1. γκέγκα: η γκλίτσα
2. σουρίζω: σφυρίζω
3. λεύκα: μεγάλο δέντρο, ψηλό, αγαπά το νερό.
4. λευκαίνω: κάμνω κάτι λευκό. Τα άσπρα πανιά, που ύφαιναν στους αργαλειούς, ακολουθούσε το λεύκαμα. Μέρες ολόκληρες έβρεχαν τα πανιά, τα ήλιαζαν.