31 Οκτ 2007

8

Αϊτός χαιρέτ’σε στα βουνά κι μαύρος(1) στα λιβάδια.
Χαιρέτ’σε κι ένας νιός καλός, σ’ ένα όμορφο σιμπέτι(2).
Τα τριά κοράσια(3) τον κερνούν, πάσχουν(4) να τον μεθύσουν.
Τον μέθυσαν τον νιούτσικο(5) κι πέσεν ΄ποκοιμήθκειν(6)
κι βγαίνουν ΄πο την τζιόπη του εννιά χιλιάδες άσπρα(7)
κι βγαίνουν ΄πο τον κόρφο του μαντήλι ξομπλιασμένο(8),
δεν κλαίει ο νιός τ'άσπρα του, καν τις εννιά χιλιάδες,
λυπιέται το μαντήλι του το βαρυξομπλιασμένο.
Πως έκατσαν το ξόμπλιασαν οι τρείς αγαπητικές του.
Η μια ξομπλιάζει με το γυαλί, η άλλη με Βαγγέλιο,
η τρίτη η καλύτερη με τριά κλωνάρια μόσχο(9),
στον ουρανό το ίδιαζαν(10) στη θάλασσα το πλέκουν,
στη μέση πλέκουν το Χριστό, στην άκρη Θεοτόκο
και σ’αυτά τα κορφογυρίσματα πλέκουν τον Άγιο – Γιώργη.
Και συ Άγιε μου Γιώργη ξακουστέ βοήθα το παλικάρι.
Βοήθα το Άι – Γιώργη μ’ βοήθα το, το νιο το παλικάρι
να πάει να βρεί τ’ν’ αγάπη του που στρώνει, που κοιμάται.
Μέσ’ σε λουλούδια έστρωνε, σε τριαντάφυλλα κοιμάται,
το ήμερο το τριαντάφυλλο τριγύρω στο λαιμό της
είν’ άσπρη σα τριαντάφυλλο κόκκινη σαν το μήλο.

Ερμηνευτικά
1. μαύρος: πρόκειται για μαύρο άλογο ιππασίας, άτι.
2. σιμπέτι: μεγάλο γλέντι, γλεντοκόπι.
3. κοράσια: κοπέλες της παντριάς.
4. πάσχουν: προσπαθούν, πασχίζουν.
5. νιούτσικος: μορφονιός.
6. ποκοιμήθκειν: αποκοιμήθηκε
7. άσπρα: ασημένια νομίσματα
8. ξομπλιασμένο: κεντημένο με πολλά στολίδια.
9. μόσχος: αρωματικό φυτό.
10. ιδιάζω: προεργασία της υφαντικής, απλώνουν και τακτοποιούν το στημόνι.

24 Οκτ 2007

7

Μαύρος ήταν, μαύρα βαστά(1), μαύρον καβαλλικεύει(2),
κι όπου πατήσει ο μαύρος του, πηγάδια φανερώνει.
Πηγάδια συρτοπήγαδα(3), σ’ αυλές του μαρμαρένιες,
κι όλες οι βάγιες(4) τ’ αφεντικού παίρνουν νερό, γεμίζουν.
Μον’ μια βάγια τ' αφεντιού μας δεν παίρνει, δεν γεμίζει.
- Βάγια μ’ για δεν παίρνεις το νερό, βάγια, για δεν γεμίζεις;
- Δεν ήρθα γω για το νερό, ουδέ για να γεμίσω,
εγώ ήρθα στον αφέντη μας να ιδώ για πως δοξεύει(5)
δοξεύει αλάφια στο βουνό και πέρδικες στον κάμπο,
δοξεύει και μια λιανούτσικη(6)μέσα σε περιβόλι.

Ερμηνευτικά
1. βαστώ: φορώ συνέχεια, για πολύ καιρό.
2. καβαλλικεύω: ιππεύω.
3. συρτοπήγαδα: πηγάδια που έχουν τροχαλίες ή μαγγάνια (βαρούλκα) για να βγάζουν το νερό.
4. βάγια: η παραμάνα, η υπηρέτρια, γυναίκες που ήταν στην εξουσία του αφέντη, οι γυναίκες των υπηκόων.
5. δοξεύει: τοξεύει, ρίχνει βέλη.
6. λιανούτσικη: λεπτοκαμωμένη.

21 Οκτ 2007

6

Αφέντη μ’ σ’ ήρθε μήνυμα να πας βαριά στα ξένα
κι αυτά τα ξένα ήταν βαριά κι’ αφέντης γρυπησμένος.
Αφέντης μας καλίγωνε(1) στ’ άστρο και στο φεγγάρι,
το πεταλίτσι2() πόβνε, όλο καθάριο ασήμι,
κι το καρφίτσι(3) πόκρουε(4) σπυρί μαργαριτάρι
και το ταχιά(5) ξημέρωνε στης Ρούμελης τον πόρο(6).
Βρίσκει τον πόρο σα θολό, γεφύρι χαλασμένο.
Κεντάει τον μαύρο, τον κεντάει, ΄πο πέρα να περάσει.
Κι ο μαύρος του τον ρώτησε κι ο μαύρος τον ρωτάει:
- Σε τι βουλιέσαι(7) αφέντη μου;
- Βουλιέμαι να περάσω.
Βουλιέμαι στον Άγιο Θόδωρο, στον Άγιο Κωσταντίνο.
Στον Άη-Νικόλα τον ξακουστό, βουλιέμαι να περάσω.
Κλωτσιά ΄δωσε στον μαύρο του πέρασε και πάει.
Χίλιοι πεζοί τον κυνηγούν, τρακόσιοι αλογαραίοι(8)
και ουδέ πεζοί τον έφταναν κι ουδέ αλογαραίοι,
μον τα σπαθιά τους έλαμπαν κι ο κορνιαχτός(9) κατόπι(10).

Ερμηνευτικά
1. καλιγώνω: πεταλώνω.
2. πεταλίτσι: το πέταλο.
3. καρφίτσι: το καρφί.
4. πόκρουε: χτύπαγε
5. ταχιά: αύριο, την επομένη.
6. πόρος: στενή διάβαση, πέρασμα ποταμού, διαβατό μέρος.
7. βουλιέμαι: επιθυμώ πολύ, θέλω
8. αλογαραίοι: καβαλαραίοι
9. κουρνιαχτός: η σκόνη, το χώμα του δρόμου που σηκώνεται από το περπάτημα.
10. κατόπι: μετά απ’αυτόν.

6 Οκτ 2007

5

Αφέντης μας εδιάβαινε ΄πό μάρμαρο γεφύρι,
΄πο σίδηρο ήταν τ’ άλογο με τη χρυσή τη σέλα,
κι όσα άστρα ΄ναι στον ουρανό κουμπιά στον φερεντζέ(1) του
κι’ όσα πουλιά πετούμενα στη σέλα του γραμμένα.
Ένα πουλί, τρανό πουλί το ράϊο(2) το γεράκι(3),
πως ράϊασε(4) και πέτασεν και πάει σ’ κυράς το γόνα
να τη σμπουριάσ΄(5) αντριέπεται(6), να συντηχίσ΄(7) φοβάται
Γυρνά η κυρά και το ρωτά, γυρνά και το ξετάζει:
- Πουλάκι μ’ πούναι αφέντης σου, γεράκι μ’ πούναι αγάς(8) σου
- Αφέντης μ’ πάει στον πόλεμο, αγάς μου πάει στον κούρσο,
ο πόλεμος είν’ για το φλουρί κι ο κούρσος(9) για τ' ασήμι.
Σινιά(10) σινιά να τα μετρούν, σεντούκια να τα βάζουν
σεντούκια χρυσοκέντητα κι αργυροκλειδωμένα.
Και χώσει το χεράκι σου στον αργυρό το τζιόπη
κι βγάλε την κισίτσα σου τη μαλαμοσυρμένη.
Βρε λύσε την, βρέ δέσε την, κέρνα τα παλικάρια,
κέρνα στα παλικάρια, κέρνα τα κι αυτά τα παλικάρια
ν’ ανοίξουν οι λαλίτσες τους, να πούν κι άλλο τραγούδι.

Ερμηνευτικά:
1. φερετζές: ειδικό κάλυμα (καπέλο) της κεφαλής που καλύπτει και το πρόσωπο.
2. ράϊο: επίθετο, ιωνικός τύπος του ράδιος, έτοιμος, εύκολος.
3. γεράκι: όπως είναι γνωστό τα γεράκια εξημερώνονται και μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο κυνήγι άλλων ζώων.
4. ραϊζω: ανακουφίζομαι, συνέρχομαι από αρρώστεια.
5. σμπουριάζω: λέω κάτι, απαντώ.
6. αντριέπεμαι: ντρέπομαι
7. συντυχαίνω: από τύχη βρίσκομαι μαζί
8. αγάς: τούρκικος τίτλος που εδίδετο στους στρατιωτικούς και πολιτικούς υπαλλήλους.
9. κούρσος: επιδρομή αρπαγής από θάλασσα, κουρδάρος: ληστής της θάλασσας.
10. σινιά: χαμηλά τραπεζάκια κατασκευασμένα με τέχνη, ελαφριά στην μετακίνηση. Πάνω τους έβαζαν συνήθως φαγητά για ένα – δυό άτομα.
11. κισίτσα: το πορτοφόλι.

4 Οκτ 2007

4

Ήρθαμε στον αφέντη μας τον πολυχρονημένο.
Δεν πρέπει σεν’ αφέντη μας σε τέτοια χώρα νάσαι,
μον πρέπει σεν’ αφέντη μας στης Πόλης τα παλάτια,
να σε τιμούν οι άρχοντες κι όλα τα παλικάρια,
να ορίζεις χίλια κάτεργα και δεκαοχτώ καστρίτσια.
Να ορίζεις και τη Βενετιά, να ορίζεις και την Πόλη,
τη Βενετιά για το φλουρί, τη Πόλη για τ’ ασήμι.
Κει π’ κοσκινίζουν τα φλουριά κι δερμονίζουν τ’ άσπρα
κι αυτά τα κοσκινίσματα στο τζιόπη σου να βάνεις
κι αυτά τα δερμονίσματα στον κόρφο σου να βάνεις.
Σινιά σινιά να τα μετρούν, σεντούκια να τα βάζουν
σεντούκια χρυσοκέντητα κι αργυροκλειδωμένα.
Και χώσει το χεράκι σου στον αργυρό το τζιόπη
κι βγάλε την κισίτσα σου τη μαλαμοσυρμένη.
Βρε λύσε την, βρέ δέσε την, κέρνα τα παλικάρια,
κέρνα στα παλικάρια, κέρνα τα κι αυτά τα παλικάρια
ν’ ανοίξουν οι λαλίτσες τους, να πούν κι άλλο τραγούδι.
Εμείς σας τραγουδήσαμε κι ο Θεός μέρες να δίνει.